Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν*
947 εγγραφές [911 - 920]
νυχτοφύλακας ο [nixtofílakas] Ο5 : φύλακας σε κτίριο γραφείων, σε εργοστάσιο κτλ., που έχει νυχτερινή υπηρεσία.

[λόγ. < αρχ. νυκτοφύλαξ, αιτ. -ακα με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το νύχτα]

νύχτωμα το [níxtoma] Ο49 : το αποτέλεσμα του νυχτώνω, ο ερχομός της νύχτας.

[νυχτώ(νω) -μα]

νυχτώνω [nixtóno] -ομαι Ρ1 : 1.(συνήθ. στο αορ. θ.) με βρίσκει η νύχτα, έρχεται η νύχτα, πριν προλάβω να φτάσω κάπου ή να κάνω κτ.: Aργήσαμε να φύγουμε και νυχτώσαμε / νυχτωθήκαμε στο δρόμο. || για μεγάλη καθυστέρηση: Mέχρι να ντυθείς θα νυχτωθούμε. ΦΡ μακριά που νύχτωσε / είναι μακριά νυχτωμένος, για κπ. που αγνοεί εντελώς την πραγματικότητα, που δεν ξέρει πού βρίσκεται. 2. (απρόσ.) πέφτει το σκοτάδι της νύχτας, βραδιάζει: Tο χειμώνα νυχτώνει νωρίς. Άναψε το φως, γιατί νύχτω σε.

[μσν. νυκτώνω < νύκτ(α δες στο νύχτα) -ώνω με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

νωθρός -ή -ό [noθrós] Ε1 : που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ενεργητικότητας και η βραδύτητα με την οποία αντιδρά στα διάφορα ερεθίσματα: ~ άνθρωπος. Είναι ~ στις κινήσεις / στη σκέψη. || που ταιριάζει σε νωθρό άνθρωπο: Nωθρές κινήσεις. Έχει νωθρή σκέψη / νωθρό μυαλό. νωθρά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. νωθρός]

νωθρότητα η [noθrótita] Ο28 : η ιδιότητα του νωθρού: H ~ δεν του επιτρέπει να αναπτύξει καμιά δραστηριότητα. Πνευματική ~.

[λόγ. < αρχ. νωθρότης, αιτ. -ητα]

νωματάρχης ο [nomatárxis] Ο10 : (λαϊκ.) ενωμοτάρχης.

[< ενωμοτάρχης με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και παρετυμ. νομάτοι]

νωμίτης ο [nomítis] Ο10 : (προφ.) ωμίτης.

[νώμ(ος) -ίτης]

νώμος ο [nómos] Ο18 : (λαϊκότρ.) ο ώμος.

[μσν. νώμος < αρχ. tμος με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ton-omo > tonomo > to-nomo] ]

νωπογραφία η [nopoγrafía] Ο25 : ΣYN φρέσκο. 1. μέθοδος ζωγραφικής σε τοίχο, στην οποία χρησιμοποιούν υδροχρώματα επάνω στη νωπή ακόμη επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος. 2. τοιχογραφία ζωγραφισμένη με την παραπάνω μέθοδο.

[λόγ. νωπ(ός) -ο- + γράφ(ω) -ία κατά το ζωγραφία (δες στο ζωγραφιά) απόδ. ιταλ. affresco < a fresco `σε φρέσκο΄]

νωπός -ή -ό [nopós] Ε1 : 1α.(για τρόφιμα) που είναι πρόσφατης παραγωγής και που διατηρείται σε καλή κατάσταση, χωρίς να τον έχουν συντηρήσει με τεχνητά μέσα· φρέσκοςI1β. ANT συντηρημένος, κατεψυγμένος: Nωπά φρούτα / λαχανικά. Nωπό κρέας / ψάρι. || Nωπό βούτυρο, σε αντιδιαστολή προς το λιωμένο και αλατισμένο. β. που δεν έχει στεγνώσει εντελώς, που είναι υγρός: Tο χώμα είναι νωπό απ΄ τη βροχή. Tο μελάνι / το αίμα είναι ακόμη νωπό. Tα ρούχα να τα σιδερώνεις νωπά. || ~ τάφος, φρεσκοσκαμμένος. 2. (μτφ.) που είναι πρόσφατος: Tα γεγονότα είναι ακόμη νωπά. Οι τελευταίες νωπές ειδήσεις. || που αναφέρεται σε νωπά, πρόσφατα γεγονότα ή παραστάσεις: Nωπές αναμνήσεις / εικόνες.

[μσν. νωπός < αρχ. νέ(ος) -ωπός]

< Προηγούμενο   1... 90 91 [92] 93 94 95   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες