Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
947 εγγραφές [901 - 910] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυχτιάτικος -η -ο [nixtxátikos] Ε5 : (οικ.) που γίνεται, που συμβαίνει τη νύχτα, συνήθ. για να δηλώσουμε την ακατάλληλη ώρα: Tι νυχτιάτικη επίσκεψη είν΄ αυτή;
νυχτιάτικα ΕΠIΡΡ: Πού θα πας ~; [νύχτ(α) -ιάτικος]
- νυχτικιά η [nixtiká] Ο24 : νυχτικό. || μακρύ και φαρδύ ρούχο που φορούσαν οι άντρες όταν κοιμούνταν.
[ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. νυχτικός (δες στο νυχτικό) (ενν. φορεσιά)]
- νυχτικό το [nixtikó] Ο38 : είδος απλού φορέματος που το φορούν οι γυναίκες όταν κοιμούνται: Xειμωνιάτικο / καλοκαιρινό / μακρύ / κοντό ~. || (πληθ.) γενικά ό,τι φοράμε στο κρεβάτι: Bγήκε στο δρόμο με τα νυχτικά της.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. νυχτικός < νύχτ(α) -ικός (παλ. τ. νυκτικός `νυχτερινός΄ δες στο νύχτα)]
- νυχτο- [nixto] & νυκτο- [nikto] & νυχτό- [nixtó] ή νυκτό- [niktó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & νυκτ- [nikt], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό αναφέρεται στη νύχτα, γίνεται ή παρατηρείται κατά τη διάρκεια της νύχτας: ~λούλουδο, ~πούλι· ~φύλακας· ~παραδέρνω, ~περπατώ· νυχτόημερα· νυκτόβιος και νυχτόβιος. ANT ημερόβιος. || (επιστ.) νυκτοτηλεσκόπιο, νυκτοτροπισμός· νυκταλωπία.
[μσν. νυχτο- θ. της λ. νύχτ(α) -ο- ως α' συνθ.: μσν. νυχτο-κόρακας και προσαρμ. στη δημοτ. του λόγ. νυκτο- με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] : νυχτο-φύλακας· λόγ. < αρχ. νυκτ(ο)- θ. του ουσ. νύξ `νύχτα΄ ως α' συνθ.: αρχ νυκτο-φύλαξ `νυχτοφύλακας΄ & νλατ. nycto- < αρχ. νυκτο-: νυκτο-φοβία < νλατ. nyctophobia]
- νυχτοήμερα [nixtoímera] επίρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) νύχτα και μέρα, νυχθημερόν.
[επίρρ. < μσν. νυκτοήμερο(ν) < νύκτ(α) (δες στο νύχτα) -ο- + ημέ ρ(α) -ο(ν) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- νυχτοκόρακας ο [nixtokórakas] Ο5 : είδος νυκτόβιου πτηνού που μοιάζει με τον κόρακα.
[μσν. νυκτοκόρακας με ανομ τρόπου άρθρ. [kt > xt] < νυκτοκόραξ, αιτ. -ακα < αρχ. νυκτικόραξ με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο-]
- νυχτολούλουδο το [nixtolúluδo] Ο41 : κοινή ονομασία φυτών που τα λουλούδια τους ανοίγουν και ευωδιάζουν τη νύχτα και κλείνουν την ημέρα.
[νυχτο- + λουλούδ(ι) -ο]
- νυχτοπερπάτημα το [nixtoperpátima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) νυχτερινοί περίπατοι, νυχτερινές περιπλανήσεις και ιδίως γλέντια, ξενύχτια ή και ύποπτες δουλειές κατά τη διάρκεια της νύχτας: Άρχισε πάλι τα νυχτοπερπατήματα.
[νυχτοπερπατη- (νυχτοπερπατώ) -μα]
- νυχτοπερπατώ [nixtoperpató] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) γυρνώ έξω τη νύχτα, συνήθ. για διασκεδάσεις ή για ύποπτες δουλειές.
[μσν. νυκτοπεριπατώ < νυκτο- + περιπατώ κατά τα νύχτα, περπατώ]
- νυχτοπούλι το [nixtopúli] Ο44 : 1.κοινή ονομασία νυκτόβιων πτηνών. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος που συνηθίζει να κυκλοφορεί έξω τις νυχτερινές ώρες ή συνηθίζει να μην κοιμάται τις νύχτες.
[νυχτο- + πουλ(ί) -ι]