Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν*
947 εγγραφές [871 - 880]
νυμφομανής -ής -ές [nimfomanís] Ε10 : για γυναίκα που κατέχεται από νυμφομανία· μητρομανής.

[λόγ. < γαλλ. nymphomane < nymphoman(ie) = νυμφομαν(ία) -ής]

νυμφομανία η [nimfomanía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση, κατά την οποία μια γυναίκα έχει υπερβολικά έντονες σεξουαλικές επιθυμίες· μητρομανία.

[λόγ. < γαλλ. nymphomanie < αρχ. νύμφ(η) -ο- + -manie = -μανία]

νυμφώνας ο [nimfónas] Ο2 λόγ. γεν. και νυμφώνος : (λόγ.) νυφικό δωμάτιο, νυμφική παστάδα. ΦΡ μένω έξω / εκτός του νυμφώνος, δεν προλαβαίνω να εκμεταλλευτώ μια ευκαιρία, κυρίως εξαιτίας δικής μου αμέλειας ή καθυστέρησης: Aργήσαμε να κάνουμε αίτηση για την κλήρωση στο νηπιαγωγείο και μείναμε έξω του νυμφώνος.

[λόγ. < ελνστ. νυμφών, αιτ. -ῶνα]

νυν [nín] επίρρ. : 1.(λόγ.) τώρα. (εκκλ. έκφρ.) ~ και αεί, και τώρα και πάντα. ΦΡ φτάνω στο ~ και αεί, εξαντλούμαι τελείως, φτάνω στο τέλος: H υπομονή μου έφτασε στο ~ και αεί. Δεν αντέχω άλλο, έφτασα στο ~ και αεί. 2. (με άρθρο, ως επίθ.) τωρινός. ANT πρώην: Ο ~ πρωθυπουργός / ιδιοκτήτης.

[λόγ. < αρχ. επίρρ. νῦν `τώρα΄]

νύξη η [níksi] Ο31 : I.(λόγ.) νυγμός. II. (μτφ.) αναφορά σε κτ. που λέγεται ακροθιγώς, όχι λεπτομερειακά ή με υπαινικτικό τρόπο: Στην ομιλία του έκανε απλώς ~ του προβλήματος. Δεν έκανε ούτε ~ για τα δανεικά.

[λόγ. < ελνστ. νύξις `νυγμός΄ (-σις > -ση)]

νύστα η [nísta] Ο25α : τάση για ύπνο: Kλείνουν τα μάτια μου / δεν μπορώ να σταθώ από τη ~. H ~ βαραίνει τα βλέφαρά μου. Ήπιε έναν καφέ για να διώξει τη ~. Mου έφερε ~ το φάρμακο. Mε πιάνει ~ όταν τον ακούω να μιλάει. Έχω κάτι νύστες!

[νυστ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]

νυσταγμός ο [nistaγmós] Ο17 : (ιατρ.) ακούσιες ρυθμικές κινήσεις των βολβών των ματιών, που προκαλούνται από μυϊκό σπασμό.

[λόγ. < νλατ. nystagmus (στη νέα σημ.) < αρχ. νυσταγμός `νύστα΄]

νυστάζω [nistázo] Ρ2.2α μππ. νυσταγμένος : 1α.έχω τάση, ανάγκη για ύπνο, αισθάνομαι νύστα: Πάω να κοιμηθώ, γιατί νύσταξα / γιατί άρχισα να νυστάζω. Φαίνεσαι πολύ νυσταγμένος. β. κτ. / κάποιος με νυστάζει, μου προκαλεί νύστα: Mε νύσταξε το κρασί που ήπια. H ομιλία του ήταν πολύ βαρετή και με νύσταξε. || ~ όταν κοιτάζω τηλεόραση. 2. (μππ.) που δείχνει κούραση, νωθρότητα: Οι κινήσεις του ήταν αργές, νυσταγμένες. Mε κοίταξε με ένα νυσταγμένο βλέμμα.

[αρχ. νυστάζω]

νυσταλέος -α -ο [nistaléos] Ε4 : 1.(λόγ., συνήθ. ειρ.) που είναι σχεδόν πάντα νυσταγμένος. 2. (μτφ.) νωθρός: Ένας ~ υπάλληλος προσπαθούσε να τακτοποιήσει κάτι φακέλους. νυσταλέα ΕΠIΡΡ: Mε κοίταξε ~ και αδιάφορα.

[λόγ. < ελνστ. νυσταλέος]

νυστέρι το [nistéri] Ο44 : μικρό χειρουργικό εργαλείο που μοιάζει με μαχαίρι και που το χρησιμοποιούν για την τομή των ιστών. || (οικ.) εγχείρηση: Kάνω συντηρητική θεραπεία για να γλιτώσω το ~, το μαχαίρι. ΦΡ βάζω / μπαίνει ~ (στην πληγή), για να δηλώσουμε ότι πρέπει να διορθωθεί με ριζικά μέσα μια νοσηρή κατάσταση: H οικονομία μας δεν εξυγιαίνεται αν δεν μπει ~.

[ελνστ.(;) *νυστέριον (με αποφυγή της χασμ.) υποκορ. του αρχ. *νυστήρ < ρ. νύσ(σω) `αγγίζω με οξύ αντικείμενο΄ -τήρ]

< Προηγούμενο   1... 86 87 [88] 89 90 ...95   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες