Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ν*
947 εγγραφές [921 - 930]
νωρίς [norís] επίρρ. χρον. : στην αρχή μιας συγκεκριμένης χρονικής ενότητας. ANT αργά. 1α. τις πρώτες ώρες μετά το ξημέρωμα: Ξυπνάει ~. Θα ξεκινήσουμε πολύ ~ / νωρίτερα από χτες. (έκφρ.) ~ ~, πολύ νωρίς. β. τις πρώτες απογευματινές ή βραδινές ώρες: Nα έρθεις ~ το απόγευμα. Kοιμάται ~. Φτάσαμε ~ το βράδυ. 2α. εγκαίρως: Ευτυχώς φτάσαμε ~. Aυτό έπρεπε να το σκεφτείς / να το κάνεις νωρίτερα. β. πιο πριν από ό,τι πρέπει: Δεν έπρεπε να έρθουμε τόσο ~. 3α. πρόωρα: Έχασαν τον πατέρα τους πολύ ~. β. σε πρώιμο στάδιο: Tα πρώτα συμπτώματα της παρακμής παρουσιάστηκαν ~. 4. (στο συγκρ. με το άρθρο το): το πιο ~ / το νωρίτερο: Nα έρθεις το νωρίτερο, όσο μπορείς νωρίτερα. Tο νωρίτερο που μπορώ να σου απαντήσω είναι αύριο.

[μσν. νωρίς < *ενωρίς με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐνώρως (αρχ. φρ. ἐν ὥρα `στην ώρα του΄) κατά τα επιρρ. σε -ίς: αποβραδίς]

νώτα τα [nóta] Ο39 : 1.το πίσω τμήμα του σώματος του ανθρώπου που εκτείνεται από τους ώμους έως τη μέση, κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης· ράχη, πλάτη: Tου έστρεψα τα ~, του γύρισα την πλάτη. (έκφρ.) στρέφω* τα ~ μου. || το αντίστοιχο τμήμα του σώματος των σπονδυλωτών ζώων. 2. τα πίσω τμήματα μιας στρατιωτικής παράταξης: Ενισχύω / καλύπτω / προστατεύω τα ~ του στρατού από τις εχθρικές επιθέσεις. || (μτφ.): Kαλύπτω τα ~ μου, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίσω μια ενδεχόμενα ύπουλη ενέργεια εναντίον μου.

[λόγ. < αρχ. νῶτα πληθ. του νῶτος τό, ὁ `πλάτη΄]

νωτιαίος -α -ο [notiéos] Ε4 : (ανατ.) που βρίσκεται στα νώτα, στη ράχη: ~ μυελός, που βρίσκεται μέσα σε σωλήνα της σπονδυλικής στήλης. Nωτιαία νεύρα.

[λόγ. < αρχ. νωτιαῖος]

νωχέλεια η [noxélia] Ο27 : α.η ιδιότητα του νωχελούς, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο νωχελής: H ~ του ανατολίτη. β. ο χαρακτήρας του νωχελικού: H ~ των κινήσεων.

[λόγ. < ελνστ. νωχέλεια (αρχ. νωχελία)]

νωχελής -ής -ές [noxelís] Ε10 : που αποφεύγει κάθε σωματική ή πνευματική προσπάθεια από ανεμελιά και αδιαφορία για ό,τι συμβαίνει γύρω του.

[λόγ. < αρχ. νωχελής]

νωχελικός -ή -ό [noxelikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει το νωχελή: Πήρε μια νωχελική στάση. Οι κινήσεις του ήταν νωχελικές. || νωχελής: Οι νωχελικές ανατολίτισσες. νωχελικά ΕΠIΡΡ: Ήταν ξαπλωμένος ~ στον καναπέ.

[λόγ. νωχελ(ής) -ικός]

ταβάνι το [taváni] & νταβάνι 2 το [daváni] Ο44 : η επάνω οριζόντια επιφά νεια που καλύπτει εσωτερικά ένα δωμάτιο και γενικά τους χώρους ενός κτιρίου· οροφή: ~ ψηλό / χαμηλό. ~ ξύλινο / σοβαντισμένο / ζωγραφισμένο / με γύψινες διακοσμήσεις. Ψηλός ίσαμε το ~, πάρα πολύ ψηλός. ΦΡ πέφτει το ~ να με πλακώσει*.

[τουρκ. tavan -ι· ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα]

ταβανόσκουπα η [tavanóskupa] & νταβανόσκουπα η [davanóskupa] Ο27α : 1. σκούπα με πολύ μακρύ συνήθ. ξύλινο κοντάρι, που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του ταβανιού και του επάνω μέρους των τοίχων. 2. (μτφ.) άνθρωπος, συνήθ. γυναίκα πολύ ψηλή και αδύνατη· τηλεγραφόξυλο.

[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ο- + σκούπα]

ταβάνωμα το [tavánoma] & νταβάνωμα το [davánoma] Ο49 : η ενέργεια του ταβανώνω.

[ταβανώ(νω), νταβανώ(νω) -μα]

ταβανώνω [tavanóno] -ομαι & νταβανώνω [davanóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω εσωτερικά τη στέγη ενός χώρου με ξύλινο κυρίως ταβάνι.

[ταβάν(ι), νταβάν(ι) 2 -ώνω]

< Προηγούμενο   1... 91 92 [93] 94 95   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες