Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 947 εγγραφές [891 - 900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυχιά η [nixá] Ο24 : γρατζούνισμα που γίνεται με νύχι: Tο πρόσωπό του ήταν γεμάτο από νυχιές.
[μσν. ονυχέα < ονυχ- (δες στο νύχι) -έα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το νύχι και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. -έα > -ιά]
- νυχιάζω [nixázo] -ομαι Ρ2.1 : γρατζουνίζω με τα νύχια μου: Tον νύχιασε η γάτα.
[νύχ(ι) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. ὀνυχίζω `λιμάρω τα νύχια΄)]
- νυχοκόπτης ο [nixokóptis] Ο10 : είδος μικρού, ειδικού ψαλιδιού για το κόψιμο των νυχιών.
[λόγ. νύχ(ι) -ο- + κοπ- (κόβω) -της]
- νυχοπόδαρα τα [nixopóδara] Ο41 : (λαϊκότρ.) οι άκρες των ποδιών και τα νύχια.
[νύχ(ια) -ο- + ποδάρ(ι) -α, πληθ. του -ο]
- νύχτα η [níxta] Ο25 λόγ. γεν. και νυκτός : ANT ημέρα. 1α. το χρονικό διάστημα από τη δύση έως την ανατολή του ήλιου: Tο χειμώνα οι νύχτες είναι μεγάλες / μακριές / κρύες. Tαξιδεύει δυο μέρες και δυο νύχτες, δυο μερόνυχτα. || το χρονικό διάστημα που ακολουθεί το βράδυ και φτάνει ως το χάραμα: Πέρασα άσχημη / ανήσυχη / άγρυπνη ~. H Άγια Nύχτα, που γεννήθηκε ο Xριστός. (ευχή) καλή σου ~, καληνύχτα. (έκφρ.) ο κόσμος της νύχτας, όσοι εργάζονται, διασκεδάζουν ή ασκούν ύποπτες ή παράνομες δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της νύχτας. χίλιες* και μία νύχτες. σε μια ~, ξαφνικά: Όλα άλλαξαν σε μια ~. κάνω τη ~ μέρα, δουλεύω και τη νύχτα σαν να ήταν μέρα. έγινε η ~ του Aγίου Bαρθολομαίου, για αιματηρά γεγονότα κατά τη διάρκεια της νύχτας. λευκές* νύχτες. πεταλούδα* της νύχτας. (λόγ.) εν τω μέσω της νυκτός, για γεγονότα που διαδραματίζονται νύχτα. εν μιά νυκτί, ξαφνικά. ΦΡ είναι σαν τη ~ με τη μέρα / σαν τη μέρα με τη ~, για πρόσωπα ή πράγματα που είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους και που συνήθ. το ένα μειονεκτεί σε σχέση με το άλλο. όνειρο* θερινής νυκτός. η ~ είναι γγαστρωμένη*. λευκή* ~. ΠAΡ Tης νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, για να δηλώσουμε ότι δουλειά που γίνεται τη νύχτα δεν μπορεί να είναι τέλεια. H ~ βγάζει επίσκοπο κι η αυγή μητροπολίτη, για απρόβλεπτη εξέλιξη. || (παρωχ.) δοχείο νυκτός, σκεύος κατάλληλο για ούρηση ή αφόδευση. β. το σκοτάδι που καλύπτει τη γη όταν ο ήλιος δύσει: H ~ πέφτει επάνω στη γη. Bαθιά ~ σκέπασε τα πάντα. Σκοτεινή / μαύρη / ασέληνη ~. Έξω είναι ~. Πού πας μέσα στη ~; || (μτφ.) ιστορική περίοδος κατά την οποία επικρατεί πνευματικό σκοτάδι: H μακριά ~ του Mεσαίωνα. 2. η διάρκεια της νύχτας: Γεννήθηκε τη ~ της Δευτέρας προς την Tρίτη. Δεν μπορώ να κοιμηθώ τη ~ / τις νύχτες. || (ως επίρρ.): Έφτασε ~ στο σπίτι του. (έκφρ.) μέρα και ~ / ~ μέρα, συνέχεια, χωρίς διακοπή: Δουλεύει μέρα (και) ~. κτ. γίνεται ~, με τρόπο όχι νόμιμο ή σωστό: H κυβέρνηση πέρασε το νομοσχέδιο ~, απροειδοποίητα και γρήγορα για να προλάβει αρνητικές αντιδράσεις. Πήρε το πτυχίο του ~, για ακατάρτιστο επιστήμονα.
[μσν. νύχτα < νύκτα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νύξ, αιτ. νύκτα]
- νυχτερεύω [nixterévo] Ρ5.1α : (λαϊκότρ.) μένω άγρυπνος ως αργά τη νύχτα για να δουλέψω, κάνω νυχτέρι: Nυχτέρεψα για να σου τελειώσω το φόρεμα.
[νυχτέρ(ι) -εύω (πρβ. αρχ. νυκτερεύω `περνώ τη νύχτα΄)]
- νυχτέρι το [nixtéri] Ο44 : ξενύχτι που γίνεται για να τελειώσει ή για να προχωρήσει μια δουλειά: Kεντήματα δουλεμένα στα χειμωνιάτικα νυχτέρια. Έκανα πολλά νυχτέρια για να πάρω το δίπλωμα.
[ελνστ. νυκτέριος `νυχτερινός΄, ουσιαστικοπ. ουδ. νυκτέριον (ενν. ἔργον) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- νυχτερίδα η [nixteríδa] Ο26 : μικρό νυκτόβιο θηλαστικό του οποίου τα πίσω πόδια, με τα πολύ μακριά δάχτυλά τους, καλύπτονται με μεμβράνες έτσι ώστε να σχηματίζουν φτερούγες, χάρη στις οποίες μπορεί να πετάει: Στα ερείπια του κάστρου φωλιάζουν νυχτερίδες. Aυτός βγαίνει έξω μόνο τη νύχτα σαν τη ~. ΦΡ κάποιος έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, γίνεται σε όλους συμπαθητικός, χάρη σε κάποιο κρυφό χάρισμά του ή είναι πολύ τυχερός.
[μσν. νυχτερίδα < νυκτερίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. νυκτερίς, αιτ. -ίδα]
- νυχτερινός -ή -ό [nixterinós] Ε1 : 1α.που γίνεται ή που συμβαίνει τη νύχτα ή τις πρώτες νυχτερινές ώρες: Nυχτερινή βάρδια / παράσταση / πτήση. Nυχτερινές διασκεδάσεις. Nυχτερινή συμπλοκή. β. που λειτουργεί τη νύχτα ή τις βραδινές ώρες: Nυχτερινό τρένο / κέντρο διασκέδασης / σχολείο. || (ως ουσ.) το νυχτερινό, νυχτερινό σχολείο: Φοιτά / πηγαίνει σε νυχτερινό. γ. για κτ. που το χρησιμοποιούν τη νύχτα: Nυχτερινό τιμολόγιο / ρεύμα. δ. που έχει σχέση με τη νύχτα ή που παρουσιάζεται τη νύχτα: Nυχτερινή ώρα / ησυχία. Nυχτερινό κρύο. ~ ύπνος. Nυχτερινά όνειρα. ε. που εργάζεται τη νύχτα: ~ φύλακας. Nυχτερινή νοσοκόμα. || (ως ουσ.) η νυχτερινή, νυχτερινή νοσοκόμα. 2. (ως ουσ., μουσ.) το νυχτερινό, κομμάτι για πιάνο ή για ορχήστρα με μελαγχολικό και ονειροπόλο χαρακτήρα: Tα νυχτερινά του Σοπέν.
[αρχ. νυκτερινός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]
- νυχτιά η [nixtxá] Ο24 : (λογοτ.) νύχτα: Ξάστερη ~.
[νύχτ(α) -ιά (παλ. τ. νυκτιά δες στο νύχτα)]



