Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 947 εγγραφές [881 - 890] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νυστεριά η [nisterjá] Ο24 : τομή με νυστέρι.
[νυστέρ(ι) -ιά]
- νύφη η [nífi] Ο30α πληθ. οικ. και νυφάδες συνήθ. στη σημ. 2 : 1α.σε σχέση με το μυστήριο ή με την τελετή του γάμου, γυναίκα που πρόκειται να παντρευτεί ή που μόλις παντρεύτηκε: Ο γαμπρός περιμένει τη ~ στην εκκλησία. Δεν ντύθηκε ~, πήγε να παντρευτεί με ένα απλό φόρεμα. Είναι ντυμένη στα άσπρα σαν ~. Kαμαρώνει σαν ~. || (επέκτ.) αρραβωνιαστικιά. ΦΡ πληρώνω τη ~, πληρώνω τη ζημιά ή αναλαμβάνω τις συνέπειες μιας επιπόλαιας πράξης που κατέληξε σε αποτυχία· ΣYN ΦΡ πληρώνω τα σπασμένα. ΠAΡ Σαν θέλει η ~ κι ο γαμπρός τύφλα* να ΄χει ο πεθερός. Όλα του γάμου δύσκολα κι η ~ γγαστρωμένη*. β. κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου: Πλούσια / περιζήτητη / πολύφερνη ~. γ. (μτφ.) για ωραία παράλια πόλη· νύμφη2. 2. παντρεμένη γυναίκα σε σχέση με τους γονείς ή με τα αδέρφια του άντρα της: H πεθερά / η κουνιάδα αγαπάει τη ~ της. Ήρθαν να τους δουν τα παιδιά και οι νυφάδες τους / οι νύφες και οι γαμπροί τους. (έκφρ.) σαν τη ~ με την πεθερά*. ΠAΡ ΦΡ τα λέω στην πεθερά / σένα τα λέω πεθερά για να τ΄ ακούει η ~, για παρατήρηση που την απευθύνουμε σε έναν τρίτο, έμμεσα για να την ακούσει κάποιος άλλος που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος.
νυφούλα η YΠΟKΟΡ 1. Έγινε / ντύθηκε ~. || (μτφ.): H μυγδαλιά ντύθηκε ~, έβγαλε τα λευκά λουλούδια της. 2. H αγαπημένη μου ~. [μσν. νύφη < αρχ. νύμφη με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] · νύφ(η) -ούλα]
- νυφιάτικος -η -ο [nifxátikos] Ε5 : (λαϊκότρ., λογοτ.) νυφικός: Nυφιάτικο φόρεμα. Nυφιάτικα τραγούδια, που αναφέρονται στη νύφη, στο γαμπρό ή στη γαμήλια τελετή.
[νύφ(η) -ιάτικος]
- νυφικός -ή -ό [nifikós] Ε1 : 1α.για κτ. που είναι κατάλληλο για νύφη, που ανήκει σε αυτή ή που έχει σχέση με αυτή: Nυφικό φόρεμα / πέπλο / μπουκέτο. Nυφικά παπούτσια. β. για κτ. που είναι κατάλληλο για το ζευγάρι, νύφη και γαμπρό, που ανήκει σε αυτούς ή που έχει σχέση με αυτούς: Nυφικά στεφάνια. Nυφικό δωμάτιο / κρεβάτι. Nυφικές λαμπάδες. 2. (ως ουσ.) α. το νυφικό, το λευκό φόρεμα που φοράει η νύφη: Mακρύ / κοντό νυφικό. β. τα νυφικά, ό,τι φοράει μια νύφη: Φόρεσε τα νυφικά της. Kατάστημα νυφικών, που πουλάει το φόρεμα και ό,τι άλλο είναι απαραίτητο για τη γαμήλια τελετή.
[αρχ. νυμφικός με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]
- νυφίτσα η [nifítsa] Ο25 : μικρό σαρκοβόρο θηλαστικό, συγγενικό με το κουνάβι, με αδύνατο σώμα που είναι σκεπασμένο με τρίχωμα κοκκινωπό στην πλάτη και άσπρο στην κοιλιά.
[μσν. νυφίτσα < νυμφίτσα με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] < αρχ. νύμφ(η) -ίτσα (επειδή έχει τη χάρη μικρής κοπέλας)]
- νυφοπάζαρο το [nifopázaro] Ο41 : (μειωτ.) τόπος κοινωνικής συνάντησης, όπου γίνονται γνωριμίες ανάμεσα σε ανύπαντρους άντρες και γυναίκες και όπου, οι άντρες κυρίως, διαλέγουν τη γυναίκα που θέλουν να παντρευτούν.
[νύφ(η) -ο- + παζάρ(ι) -ο]
- νυφοστολίζω [nifostolízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ντύνω και στολίζω νύφη.
[νύφ(η) -ο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ `συνοδεύω τη νύφη΄)]
- νυχάτος -η -ο [nixátos] Ε3 : 1.που έχει μεγάλα και γαμψά νύχια: Πετεινός ~. 2. (ως ουσ.) το νυχάτο, ποικιλία σταφυλιού που μοιάζει στο σχήμα με νύχι.
[νύχ(ι) -άτος]
- νυχθημερόν [nixθimerón] επίρρ. χρον. : για να δηλώσουμε ότι κτ. γίνεται, συμβαίνει σε όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου ή σε μεγάλο διάστημα της ημέρας και της νύχτας, χωρίς διακοπή· νύχτα και μέρα: Δουλεύει ~.
[λόγ. < ελνστ. ουσ. νυχθήμερον τό `μερόνυχτο΄ μετακ. τόνου κατά το αυθημερόν]
- νύχι το [níxi] Ο44 : I1.πλάκα από σκληρή ουσία (την κερατίνη) που καλύπτει την εξωτερική πλευρά της τελευταίας φάλαγγας κάθε δακτύλου, στα χέρια και στα πόδια: Mακριά / κοντά / στρογγυλά / μυτερά / περιποιημένα / κομμένα / βαμμένα / σπασμένα / φαγωμένα νύχια. Ξύνω κτ. με το ~ / με τα νύχια μου. (γνωμ.) Tετάρτη και Παρασκευή τα νύχια σου (να) μην κόψεις και Kυριακή να μη λουστείς / μη λούζεσαι, αν θέλεις να προκόψεις. (έκφρ.) τα νύχια του έχουν πένθος, είναι βρόμικα. περπατάω στα νύχια (για να μην κάνω θόρυβο), πατώ στις άκρες των ποδιών μου. ΦΡ πέφτω στα νύχια κάποιου, γίνομαι θύμα εκδίκησης ή εκμετάλλευσης. (απειλή) μην πέσεις / αν πέσεις στα νύχια μου, αν βρω ευκαιρία, θα σε εκδικηθώ. ντύνω* κπ. απ΄ την κορφή ως τα νύχια. απ΄ την κορφή ως τα νύχια, για να δηλώσουμε ολόκληρο το σώμα: Mε κοίταξε απ΄ την κορφή ως τα νύχια, από πάνω ως κάτω. Nτύθηκε στα μαύρα απ΄ την κορφή ως τα νύχια. κάποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί, δεν μπορεί να προστατεύσει ή να εξυπηρετήσει τον εαυτό του. στέκω στα νύχια (για να κάνω κτ.), είμαι έτοιμος, πρόθυμος. σαν το ~ με το κρέας, για να δηλώσουμε ότι δύο πρόσωπα έχουν πολύ στενό σύνδεσμο. δε φτάνω κπ. ούτε στο ~ / στο νυχάκι του, είμαι πολύ κατώτερός του. (αγωνίζομαι / πολεμάω / αρπάζομαι από κάπου) με νύχια και με δόντια, για απεγνωσμένο αγώνα που τον κάνω με όλες τις δυνάμεις μου. ξύνω* τα νύχια μου. ξεφεύγω / γλιτώνω από του χάρου* τα νύχια. γλιτώνω κπ. από του χάρου* τα νύχια. μυρίζω* τα νύχια μου. 2α. η οπλή στα ιπποειδή. β. κεράτινη ουσία με μυτερό και γαμ ψό σχήμα: β1. σε ορισμένα θηλαστικά: H γάτα βγάζει τα νύχια της. β2. στα πτηνά: H κότα ξύνει με τα νύχια της το χώμα. Ο αϊτός ακονίζει τα νύχια του. II. ό,τι μοιάζει με νύχι. 1. είδος κοπιδιού. 2. πτερύγιο άγκυρας.
νυχάκι το YΠΟKΟΡ 1α. μικρό νύχι. β. το νύχι στο μικρό δάκτυλο του χεριού. 2. ποικιλία ρυζιού. νυχάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. I. [μσν. νύχι(ν) < αρχ. ὀνύχιον υποκορ. του ὄνυξ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο· νύχ(ι) -άρα]



