Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.008 εγγραφές [2971 - 2980]
μωραίνω [moréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : κάνω κπ. βλάκα ή ανόητο. (απαρχ. έκφρ.) μωραίνει Kύριος… ή μωραίνει Kύριος ον βούλεται απολέσαι, ο Θεός αποβλακώνει όποιον θέλει να καταστρέψει.

[λόγ. < ελνστ. μωραίνω, αρχ. σημ.: `είμαι χαζός΄]

μωρέ [moré] επιφ. : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου ή το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· βρε· (πρβ. ρε). 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη / τι χαρά ήταν αυτή! || συμπάθεια, οικειότητα: Xρόνια σου πολλά ~! || θαυμασμό: ~ τι μαλλί / τι σώμα είναι αυτό! β. παράκληση: Έλα ~, κάνε μου το χατίρι. Άντε ~, ξέχασέ το· σε παρακαλώ. γ. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση. Γιατί, ~ παιδιά, κάνετε τόσο θόρυβο; δ. έντονη αγανάκτηση (συνήθ. σε ερωτηματικό λόγο): Aμάν ~ βαρέθηκα / δεν υποφέρεστε / δε σας αντέχω! || (ειρ.): ~ μπράβο αναίδεια / θράσος / συμπεριφορά. ~ σαν δεν ντρέπεστε λέω εγώ! ~ δάσκαλος να σου πετύχει! 2. με κλητική πτώση, προσφώνηση· ωρέ: Tι κάνετε, ~ εσείς, εκεί κάτω; Εγέρασα, ~ παιδιά.

[μσν. μωρέ κλητ. του αρχ. επιθ. μωρός]

μωρή [morí] επιφ. : (υβρ.) χρησιμοποιείται όταν απευθύνεται κανείς προσβλητικά σε γυναικείο πρόσωπο, για να εκφράσει οργή: Έλα εδώ ~! Φύγε από εδώ ~ παλιογυναίκα!

[μσν. μωρή, θηλ. του αρχ. επιθ. μωρός]

μωρία η [moría] Ο25 : (λόγ.) ανοησία, βλακεία.

[λόγ. < αρχ. μωρία]

μωρό το [moró] Ο38 : 1. νεογέννητο παιδί μέχρι ηλικίας δύο ετών περίπου· βρέφος: Tο ~ κοιμάται στην κούνια του. Είναι ήσυχο το ~ σου; Δεν μπόρεσαν να βγουν γιατί δεν είχαν πού να αφήσουν το ~. Nάνι νάνι το ~ μου, ως νανούρισμα. Είναι ακόμα ~ παιδί, είναι πολύ μικρό. 2α. για πρόσωπο που γενικά συμπεριφέρεται όπως τα μωρά: Mην είσαι / μη γίνεσαι ~. ~ είσαι και δεν καταλαβαίνεις; β. ιδίως ως οικεία προσφώνηση για πολύ αγαπημένο πρόσωπο: Έλα, ~ μου, να σε πάρω στην αγκαλιά μου. μωράκι το YΠΟKΟΡ. μωρουδάκι το YΠΟKΟΡ. (σπάν.) μωρουδέλι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. μωρόν, ουσιαστικοπ. ουδ. αρχ. επιθ. μωρός· μωρ(ό) -ουδάκι· μωρ(ό) -ουδέλι]

μωρολογία η [morolojía] Ο25 : (λόγ.) ανόητα λόγια.

[λόγ. < αρχ. μωρολογία]

μωρόπιστος -η -ο [morópistos] Ε5 : (για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από αφέλεια και ευπιστία: ~ άνθρωπος.

[λόγ. μωρ(ός) -ο- + πίστ(ις) -ος]

μωρός -ή / -ά -ό [morós] Ε1, Ε2 : (λόγ.) ανόητος: ~ άνθρωπος, βλάκας. ΦΡ μωρά παρθένος*.

[λόγ. < αρχ. μωρός]

μωρουδιακός -ή -ό [moruδjakós] Ε1 : που αναφέρεται σε μωρό. || (ως ουσ.) τα μωρουδιακά, τα ρούχα του μωρού.

[μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ιακός]

μωρουδίζω [moruδízo] Ρ2.1α : συμπεριφέρομαι σαν μωρό: Έγινε ολόκληρος άντρας και ακόμα μωρουδίζει.

[μωρούδ(ι < μωρ(ό) -ούδι) -ίζω]

< Προηγούμενο   1... 296 297 [298] 299 300 301   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες