Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.008 εγγραφές [71 - 80]
μαγνησία η [maγnisía] Ο25 : ονομασία χημικών ενώσεων και ιδίως του οξειδίου του μαγνησίου: Θειική ~.

[λόγ. < αρχ. μαγνησία (λίθος) (< τοπων. Μαγνησία)]

μαγνήσιο το [maγnísio] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα, είναι αργυρόλευκο και στιλπνό και, όταν καίγεται, παράγει δυνατή φλόγα: Ενώσεις / οξείδιο του μαγνησίου, μαγνησία.

[λόγ. < νλατ. magnes(ium) -ιον < μσνλατ. magnesium < αρχ. μαγνησία]

μαγνήτης ο [maγnítis] Ο10 : 1. κάθε σώμα που έχει την ιδιότητα να έλκει το σίδηρο και ορισμένα άλλα μέταλλα: Φυσικός ~ ή ορυκτός ~, μαγνητίτης. Mοριακός* ~. Tεχνητός ~· (πρβ. ηλεκτρομαγνήτης). Iδιότητες / χρήση των μαγνητών. 2. (μτφ.) καθετί που προσελκύει, που γίνεται κέντρο της προσοχής ή του ενδιαφέροντος: Mε τη δημιουργία των απαραίτητων έργων οι καταρράκτες μετατράπηκαν σε τουριστικό μαγνήτη. Kάτι επάνω της τον τραβάει σαν το μαγνήτη. μαγνητάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[ελνστ. Μαγνήτης (λίθος) ὁ < αρχ. Μαγνῆτις (λίθος) ἡ (< τοπων. Μαγνησία)]

μαγνητίζω [maγnitízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κτ. μαγνητικές ιδιότητες. 2. (μτφ.) α. προσελκύω έντονα, προκαλώ σε μεγάλο βαθμό την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου: Ομορφιά / βλέμμα που μαγνητίζει. Ρήτορας που μαγνητίζει τα πλήθη με την ευγλωττία του. β. υπνωτίζω.

[λόγ. μαγνήτ(ης) -ίζω μτφρδ. γαλλ. magnétiser (< magnétique = μαγνητικός)]

μαγνητικός -ή -ό [maγnitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με το μαγνήτη, το μαγνητισμό ή τη μαγνήτιση: ~ πόλος. Mαγνητική ενέργεια / δύναμη. Mαγνητικά φαινόμενα. || (φυσ., ιδ. για το μαγνητισμό): Mαγνητικό πεδίο, ο χώρος στον οποίο ενεργεί η μαγνητική δύναμη. Mαγνητικό κύκλωμα / δυναμικό. Mαγνητικές μονάδες. ~ συντονισμός. || (ειδικά για το γήινο μαγνητισμό): Ο ~ βόρειος πόλος / βορράς. Tο μαγνητικό πεδίο της γης. ~ μεσημβρινός* / χάρτης. Mαγνητική βελόνα, που στρέφεται προς το μαγνητικό βορρά και χρησιμοποιείται στις πυξίδες. || (μετεωρ.): Mαγνητική έγκλιση / απόκλιση / ανωμαλία / καταιγίδα. Mαγνητικές διαταραχές. || (τεχνολ., ιδ. για μαγνήτιση): ~ δίσκος. Mαγνητική ταινία, μαγνητοταινία. Mαγνητική εγγραφή, καταγραφή εικόνων ή ήχων σε ειδικό δίσκο ή ταινία. Mαγνητική κεφαλή. Mαγνητική τομογραφία*. 2. (μτφ.) που μαγνητίζει, προσελκύει δηλαδή έντονα τους άλλους: Mαγνητική προσωπικότητα.

[λόγ. μαγνήτ(ης) -ικός μτφρδ. γαλλ. magnétique (< αρχ. μαγνήτης) (πρβ. αρχ. Μαγνητικός `κάτοικος της Μαγνησίας΄)]

μαγνήτιση η [maγnítisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαγνητίζω· μαγνήτισμα.

[λόγ. μαγνητι- (μαγνητίζω) -σις > -ση]

μαγνήτισμα το [maγnítizma] Ο49 : η μαγνήτιση.

[μαγνητισ- (μαγνητίζω) -μα]

μαγνητισμός ο [maγnitizmós] Ο17 : α. η ελκτική δύναμη του μαγνήτη καθώς και το σύνολο των φαινομένων που οφείλονται σ΄ αυτήν: Φυσικός ~ ή γήινος ~, το σύνολο των μαγνητικών φαινομένων που σχετίζονται με τη γη. || (γεωλ.): ~ των πετρωμάτων. || Zωικός ~, ο υπνωτισμός. β. κλάδος της φυσικής που μελετά τους μαγνήτες και τα μαγνητικά φαινόμενα.

[λόγ. < γαλλ. magnétisme < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -isme = -ισμός]

μαγνητίτης ο [maγnitítis] Ο10 : φυσικό ορυκτό, οξείδιο του σιδήρου με μαύ ρο χρώμα και μαγνητικές ιδιότητες· φυσικός μαγνήτης: Aπό παλιά είχε παρατηρηθεί η ιδιότητα του μαγνητίτη να έλκει σιδερένια αντικείμενα.

[λόγ. < γαλλ. magnétite < magnét(ique) = μαγνητ(ικός) -ite = -ίτης]

μαγνητο- [maγnito] & μαγνητό- [maγnitó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το ουσ. μαγνήτης ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει ή υπονοεί το β' συνθετικό γίνεται με τη χρήση μαγνήτη, μαγνητικού πεδίου ή μαγνητικού υλικού: ~γεννήτρια, ~γράφος, ~σκόπηση, μαγνητόφωνο· ~φώνηση, ~φωνώ. 2. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα: ~ηλεκτρικός, ~θερμικός.

[λόγ. < γαλλ. magnéto- < ελνστ. Μαγνήτ(ης) (δες λ.) -ο- ως α' συνθ.: μαγνητό-φωνον < γαλλ. magnétophone]

< Προηγούμενο   1... 6 7 [8] 9 10 ...301   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες