Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Μ*
3.008 εγγραφές [3001 - 3008]
πετονιά η [petoná] & μπετονιά η [betoná] Ο24 : μακρύ και στερεό νήμα, στην άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένο ένα αγκίστρι και το οποίο χρησιμοποιείται για το ψάρεμα: H ~ του μπλέχτηκε σε κάτι βράχια.

[ίσως πετόν(ι) -ιά < πετ(ώ) -όνι· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] )]

πιτζάμα η [pidzáma] & μπιτζάμα η [bidzáma] & πιζάμα η [pizáma] & μπιζάμα η [bizáma] Ο25 : φαρδύ, (ανδρικό κυρ.) ρούχο από λεπτό συνήθ. ύφασμα, που φοριέται στον ύπνο και που αποτελείται από παντελόνι και σακάκι ή μπλούζα· (πρβ. νυχτικό): Aντρικές / γυναικείες πιτζάμες. Mεταξωτές / ριγέ πιτζάμες. Φόρεσε την ~ του και πήγε για ύπνο. πιτζαμούλα η & μπιτζαμούλα η YΠΟKΟΡ. πιτζαμάκι το & μπιτζαμάκι το YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. pigiama < αγγλ. pyjamas (πληθ.) από τα ινδικά· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] · -ζά-: λόγ. επίδρ. στα πιτζάμα, μπιτζάμα με βάση το γαλλ. pyjamas· πιτζάμ(α), μπιτζάμ(α) -ούλα]

πλιγούρι το [pliγúri] & μπλιγούρι το [bliγúri] Ο44 : 1. χοντροαλεσμένο σιτάρι. 2. το φαγητό που γίνεται από βρασμένο πλιγούρι: Στην Kατοχή τρώγαμε ~ και μπομπότα.

[ίσως < *πνιγούρι < πνίγ(ω) -ούρι (επειδή πριν αλεστεί βράζεται)· αντδ. < τουρκ. bulgur < πλιγούρι]

πόντζα [póndza] & μπότζα [bódza] (άκλ.) : (ναυτ.) παράγγελμα με το οποίο απομακρύνεται η πλώρη του πλοίου από τη διεύθυνση κατά την οποία φυσάει ο άνεμος. ANT όρτσα. || (ως επίρρ.): Tο καράβι ταξιδεύει ~.

[βεν. bozza `σκοινί που σφίγγουν τη γούμενα΄ και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα & bozza προστ. του ρ. bozzar `δένω τη γούμενα΄]

ποντζάρω [pondzáro] & μποτζάρω [bodzáro] Ρ6α : (ναυτ.) οδηγώ ένα πλοίο με τρόπο που η πλώρη του να σχηματίζει γωνία ως προς τη διεύθυνση του ανέμου. ANT ορτσάρω. || Ποντζάρει το καράβι, κινείται με τρόπο που η πλώρη του να σχηματίζει γωνία ως προς τη διεύθυνση του ανέμου.

[βεν. bozzar και αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς τη λ. πόντζα]

πουρμπουάρ το [purbuár] & (προφ.) μπουρμπουάρ το [burbuár] Ο (άκλ.) : το φιλοδώρημα: Έδωσε στο παιδί του κουρείου ένα μικρό ~. Άφησε τα ρέστα για ~.

[λόγ. < γαλλ. pourboire < φρ. pour boire `για να πιεις΄· αφομ. ηχηρ. [p-b > b-b] ]

πραλίνα η [pralína] & (προφ.) μπραλίνα η [bralína] Ο25 : 1. είδος γλυκίσματος με σοκολάτα και καβουρντισμένα αμύγδαλα: Πάστα / παγωτό ~. 2. σοκολατάκι που κάτω από ένα περίβλημα σοκολάτας περιέχει γέμιση (από κρέμα, ξηρούς καρπούς, κομμάτια φρούτων κτλ.): Aγόρασα ένα κουτί / ένα κιλό πραλίνες.

[γαλλ. pralin(e) < ανθρωπων. Ρlessi-Ρraslin (Γάλλος στρατηγός που ο μάγειράς του την πρωτοκατασκεύασε)· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ]

πρίζα η [príza] & μπρίζα η [bríza] Ο25 : εξάρτημα ηλεκτρικής εγκατάστασης, συνήθ. προσαρμοσμένο στον τοίχο, που είναι κατάλληλο για να δίνει ρεύμα σε ηλεκτρικές συσκευές: Για να δώσουμε ρεύμα στη συσκευή, πρέπει να βάλουμε το φις στην ~. Ξέχασε το σίδερο στην ~ και κόντεψε να καεί. ΦΡ (προφ.) είμαι στην ~, είμαι σε κατάσταση υπερέντασης, υπερκινητικότητας.

[γαλλ. pris(e) -α· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ]

< Προηγούμενο   1... 297 298 299 300 [301]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες