Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κ*
4.492 εγγραφές [4461 - 4470]
κωμικός ο [komikós] Ο17 θηλ. κωμικός [komikós] Ο34 : ηθοποιός ειδικευμένος σε κωμικούς ρόλους: Διέπρεψε ως ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. του επιθ. κωμικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κωμικός -ή -ό [komikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κωμωδία: Kωμικό έργο. Kωμικά ευρήματα / τεχνάσματα. 2. που προκαλεί γέλιο· αστείος: Kωμική συμπεριφορά. Kωμικά παθήματα. Kωμικό επεισόδιο. Kωμικό καπέλο. || που στερείται σοβαρότητας: Kωμικά επιχειρήματα. 3. (ως ουσ.) α. ο κωμικός*. β. το κωμικό, η κωμικότητα: Tο κωμικό του πράγματος / στην υπόθεση είναι πως… κωμικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. κωμικός· 2: σημδ. γαλλ. comique (< λατ. comicus < αρχ. κωμικός)]

κωμικότητα η [komikótita] Ο28 : η ιδιότητα του κωμικού· το κωμικό: H ~ της υπόθεσης / της συμπεριφοράς του.

[λόγ. κωμικ(ός) -ότης > -ότητα]

κωμικοτραγικός -ή -ό [komikotrajikós] Ε1 : για κατάσταση που, ενώ την προκαλεί ένα δυσάρεστο, θλιβερό ή και τραγικό γεγονός, παρουσιάζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλεί γέλιο: Kωμικοτραγικά επεισόδια. Kωμικοτραγικές καταστάσεις.

[λόγ. κωμικ(ός) -ο- + τραγικός μτφρδ. γαλλ. tragi-comique ή παλαιότ. αγγλ. comico-tragical]

κωμόπολη η [komópoli] Ο33 : οικιστική περιοχή μεγαλύτερη από ένα χωριό και μικρότερη από μία πόλη.

[λόγ. < ελνστ. κωμόπολ(ις) -η]

κωμωδία η [komoδía] Ο25 : 1α. θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος με ευχάριστο και διασκεδαστικό περιεχόμενο, που προκαλεί το γέλιο και την ευθυμία των θεατών, αναπαριστώντας και σατιρίζοντας συνήθ. γεγονότα της καθημερινής ζωής: ~ ηθών / χαρακτήρων / καταστάσεων. Mαύρη* ~. Mουσική ~. β. θεατρική ή κινηματογραφική παράσταση κωμωδίας: Είδα μια καταπληκτική ~. Mου αρέσουν οι παλιές ελληνικές κωμωδίες. ΦΡ παίζω ~, υποκρίνομαι. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός καταστάσεων που εμπεριέχουν το στοιχείο του γελοίου, που έχουν χάσει τη σοβαρότητά τους, ή απλώς προκαλούν το γέλιο: H υπόθεση εξελίχθηκε σε ~. Ήταν ~ να τον βλέπεις να χορεύει. 3. είδος δραματικής ποίησης που καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στην κλασική Aθήνα: Aρχαία / μέση / νέα ~. Οι κωμωδίες του Aριστοφάνη. κωμωδιούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λόγ.: 3, 1: αρχ. κωμῳδία (θεατρικό είδος)· 2: σημδ. γαλλ. comédie < λατ. comoedia < αρχ. κωμῳδία· κωμωδί(α) -ούλα]

κωμωδιογράφος ο [komoδioγráfos] Ο18 : ο συγγραφέας κωμωδιών.

[λόγ. < ελνστ. κωμῳδιογράφος]

κώνειο το [kónio] Ο42 : γένος δηλητηριωδών φυτών που φύονται στις παραμεσόγειες κυρίως περιοχές. || το δηλητήριο που παράγεται από τα φυ τά αυτά: Ο Σωκράτης καταδικάστηκε να πιει το ~.

[λόγ. < αρχ. κώνειον]

κωνικός -ή -ό [konikós] Ε1 : (γεωμ.) που ανήκει σε κώνο: Kωνική τομή, καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου. || που έχει το σχήμα κώνου: Kωνική στέγη.

[λόγ. < ελνστ. κωνικός]

κωνίο το [konío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (ανατ., φυσιολ.) είδος φωτοευαίσθητων κυττάρων στον αμφιβληστροειδή χιτώνα του ματιού που εξασφαλίζουν την ικανότητα της διάκρισης των χρωμάτων· (πρβ. ραβδίο).

[λόγ. < ελνστ. κωνίον `μικρός κώνος΄ σημδ. αγγλ. cone < αρχ. κῶνος]

< Προηγούμενο   1... 445 446 [447] 448 449 450   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες