Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.492 εγγραφές [4451 - 4460] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κωλόχαρτο το [kolóxarto] Ο41 : α. (προφ., χυδ.) χαρτί υγείας. β. (μειωτ., υβρ.) για οποιοδήποτε χαρτί ή έγγραφο, ιδίως για να τονιστεί η ευτελής του αξία: Περίμενα τόσην ώρα στην ουρά για ένα ~.
[κωλο- + χαρτ(ί) -ο]
- κώλυμα το [kólima] Ο49 : (επίσ.) οτιδήποτε παρεμποδίζει την εκτέλεση ενός έργου, τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης, οτιδήποτε παρεμβάλλεται ως πρόσκομμα: Yπάρχει νομικό ~. Ένα μέλος του δικαστηρίου δήλωσε ~ λόγω συγγένειας με τον κατηγορούμενο και παραιτήθηκε. (έκφρ.) λόγω κωλύματος: Ο υπουργός δε θα παραστεί στην τελετή λόγω κωλύματος. Λόγω τεχνικού κωλύματος η τηλεόραση δε θα μεταδώσει τον ποδοσφαιρικό αγώνα.
[λόγ. < αρχ. κώλυμα]
- κωλυσιεργία η [kolisierjía] Ο25 : η συστηματική και σκόπιμη παρεμβολή κωλυμάτων, εμποδίων στην εκτέλεση ενός έργου, στη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης ή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας.
[λόγ. < ελνστ. κωλυσιεργ(ός) `που εμποδίζει την εργασία΄ -ία]
- κωλυσιεργώ [kolisierγó] Ρ10.9α : σκόπιμα και συστηματικά παρεμποδίζω την εκτέλεση ενός έργου, τη διεκπεραίωση μιας υπόθεσης ή την εξέλιξη μιας διαδικασίας.
[λόγ. < ελνστ. κωλυσιεργῶ]
- κωλύω [kolío] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. παρεμποδίζω κπ. να κάνει κτ., του παρεμβάλλω προσκόμματα: Tίποτα δε με κωλύει να υποβάλω την παραίτησή μου. 2. (παθ.) αδυνατώ να κάνω κτ., υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες που με εμποδίζουν να κάνω κτ.: Kωλύομαι να έρθω.
[λόγ. < αρχ. κωλύω]
- κωλώνω [kolóno] Ρ1α : (προφ.) δειλιάζω μπροστά στις δυσκολίες, διστάζω να προχωρήσω ή να συνεχίσω μια προσπάθεια: Στην πρώτη αναποδιά κώλωσε. Kώλωσα μπροστά στα τόσα έξοδα.
[κώλ(ος) -ώνω]
- κώμα το [kóma] Ο48 : παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται αναστολή της ανώτερης νευρικής δραστηριότητας, με απώλεια της συνείδησης, της κινητικότητας και της αισθητικότητας: Πέφτω σε ~.
[λόγ. < αρχ. κῶμα]
- κωματώδης -ης -ες [komatóδis] Ε11 : (ιατρ.) που αναφέρεται στο κώμα, που χαρακτηρίζεται από κώμα: Bρίσκεται σε κωματώδη κατάσταση.
[λόγ. < αρχ. κωματώδης]
- κωμειδύλλιο το [komiδílio] Ο42 : ελαφρό θεατρικό έργο με κωμική και ειδυλλιακή υπόθεση που συνοδεύεται από τραγούδια: Tα κωμειδύλλια του Δημητρίου Kορομηλά.
[λόγ. κωμ(ωδία) + ειδύλλιον μτφρδ. γαλλ. comé die-vaudeville]
- κώμη η [kómi] Ο30 : α. κωμόπολη. β. χωριό με ανεπτυγμένη πολιτιστική και οικονομική ζωή.
[λόγ. < αρχ. κώμη `ατείχιστο χωριό΄]



