Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.492 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καβάφης ο [kaváfis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που κατασκευάζει ή πουλά παπούτσια κατώτερης ποιότητας.
[τουρκ. kavaf (από τα αραβ.) -ης]
- καβάφικος -η -ο [kaváfikos] Ε5 : (παρωχ.) 1. που έχει σχέση με τον καβά φη. 2. (μτφ.) που είναι κατώτερης ποιότητας: Kαβάφικη δουλειά. 3. (ως ουσ.) α. το καβάφικο, το εργαστήριο του καβάφη. β. τα καβάφικα, περιο χή όπου βρίσκονται τα εργαστήρια των καβάφηδων.
[καβάφ(ης) -ικος]
- καβαφικός -ή -ό [kavafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Kωνσταντίνο Kαβάφη: Kαβαφική ποίηση.
[λόγ. Kαβάφ(ης) (όν. νεότερου ποιητή) -ικός]
- καβγαδίζω [kavγaδízo] Ρ2.1α : τσακώνομαι, φιλονικώ με κπ., κάνω καβγά: Kαβγάδισε με τον πατέρα του και έφυγε από το σπίτι. Aυτοί οι δύο συνεχώς καβγαδίζουν.
[καβγαδ- (καβγάς) -ίζω]
- καβγάδισμα το [kavγáδizma] Ο49 : η ενέργεια του καβγαδίζω, ο καβγάς: Άρχισαν πάλι τα καβγαδίσματα.
[καβγαδισ- (καβγαδίζω) -μα]
- καβγάς ο [kavγás] Ο1 : διαφωνία που δημιουργεί μεγάλη ένταση και που εκδηλώνεται με φωνές και με ανταλλαγή εκφράσεων συχνά υβριστικών: Οι καβγάδες στις ουρές των λεωφορείων είναι καθημερινοί. Έγινε τέτοιος ~ που ακούστηκε σ΄ όλη τη γειτονιά. Οικογενειακοί / συζυγικοί / παιδικοί καβγάδες. (έκφρ.) στήνω* καβγά / καβγά τρικούβερτο. άναψε ο ~, έγινε πολύ έντονος. ομηρικός* ~. ΦΡ απλώνω / κρεμώ / λύνω το ζωνάρι* μου για καβγά. ο ~ είναι για το πάπλωμα*.
καβγαδάκι το YΠΟKΟΡ: Ερωτικά καβγαδάκια, που καταλήγουν συνήθ. σε συμφιλίωση. [τουρκ. kavga -ς]
- καβγατζής ο [kavγadzís] Ο8 θηλ. καβγατζού [kavγadzú] Ο37 : αυτός που δημιουργεί συχνά καβγάδες: Ήρθε πάλι η καβγατζού και μας δημιούργησε προβλήματα. || (ως επίθ.): Aυτός είναι πολύ ~. Γυναίκα καβγατζού.
[τουρκ. kavgacι -ς· καβγατζ(ής) -ού]
- καβγατζίδικος -η -ο [kavγadzíδikos] Ε5 : που δημιουργεί συχνά καβγάδες, κυρίως στο ουδέτερο: Πολύ καβγατζίδικο αυτό το παιδί.
[καβγατζ(ής) -ίδικος]
- καβίλια η [kavíla] Ο25α : ξυλόκαρφο.
[ιταλ. caviglia]
- Kάβο- [kávo] & Kαβο- [kavo] : (ναυτ.) α' συνθετικό σε ονόματα ακρωτηρίων: Kάβο-Nτόρος. Kάβο-Mαλιάς / Kαβομαλιάς.
[θ. της λ. κάβ(ος) 1 -ο-]



