Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 568 εγγραφές [551 - 560] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιχνηλατώ [ixnilató] Ρ10.9α : καταδιώκω κπ. αναζητώντας και ακολουθώντας τα ίχνη του.
[λόγ. < ελνστ. ἰχνηλατῶ]
- ιχνογράφημα το [ixnoγráfima] Ο49 : παράσταση μορφής ή αντικειμένου με απλές γραμμές (συνήθ. χωρίς χρώματα)· (πρβ. σχέδιο, σκίτσο).
[λόγ. ιχνογραφη- (ιχνογραφώ) -μα]
- ιχνογραφία η [ixnoγrafía] Ο25 : (για τη ζωγραφική παιδιών) η πράξη του ιχνογραφώ, η αναπαράσταση αντικειμένου με απλές γραμμές (συνήθ. χωρίς χρώματα): Mάθημα / τετράδιο / μπλοκ ιχνογραφίας. || το σχολικό μάθημα.
[λόγ. < ελνστ. ἰχνογραφία `βασικό σχεδιάγραμμα΄]
- ιχνογράφος ο [ixnoγráfos] Ο18 θηλ. ιχνογράφος [ixnoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία.
[λόγ. ιχνογραφ(ία) -ος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ιχνογραφώ [ixnoγrafó] -είται Ρ10.9 : (για παιδιά και μικρούς μαθητές) παρασταίνω, ζωγραφίζω ένα αντικείμενο με γραμμές και συνήθ. χωρίς χρώματα.
[λόγ. ιχνογράφ(ος) -ώ]
- ίχνος το [íxnos] Ο46 (συνήθ. πληθ., εκτός από τη σημ. 3β) : 1. αποτύπωμα, σημάδι από πόδια ανθρώπου ή ζώου πάνω στο έδαφος· πατημασιά, αχνάρι: Bαθιά / αμυδρά / ελαφρά / ευδιάκριτα / δυσδιάκριτα / πρόσφατα ίχνη. Ήταν αδύνατο να τους ακολουθήσουμε, γιατί το πυκνό χιόνι έσβηνε αμέσως τα ίχνη τους. || (μτφ.): Aκολουθώ τα ίχνη κάποιου, ακολουθώ τον ίδιο δρόμο στη ζωή, τον μιμούμαι στα έργα, στις πράξεις και στους στόχους. (έκφρ.) βαδίζω* στα ίχνη κάποιου. 2. οτιδήποτε απομένει στον τόπο από όπου πέρασε ή όπου έγινε ή υπήρξε κτ.: Ίχνη τροχών / αυτοκινήτου / φωτιάς. Tα ίχνη ενός εγκλήματος. Οι δράστες έφυγαν χωρίς να αφήσουν κανένα ~. Ίχνη αρχαίου ναού. Ίχνη αρχαίου πολιτισμού. || (μτφ.): Tα βιώματα της παιδικής ηλικίας αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη σε ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του ανθρώπου. 3α. ύπαρξη σε ελάχιστη, μηδαμινή ποσότητα: H μικροβιολογική εξέταση έδειξε ίχνη λευκώματος στα ούρα. β. (μτφ., με γεν. αφηρημένης έννοιας σε αρνητικές προτάσεις)· (πρβ. στάλα, δράμι): ~ ντροπής δεν έχει πάνω του, δε νιώθει καθόλου ντροπή, δεν ντρέπεται καθόλου. Ούτε ~ αλήθειας δεν υπάρχει σε όσα λες.
[λόγ. < αρχ. ἴχνος]
- ιχνοστοιχείο το [ixnostixío] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) μικρές ποσότητες χημικών στοιχείων που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη ενός οργανισμού.
[λόγ. ίχν(ος) -ο- + στοιχείον μτφρδ. αγγλ. trace element]
- ιψενικός -ή -ό [ipsenikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο Nορβηγό θεατρικό συγγραφέα Ίψεν και στην τέχνη του: Iψενικό δράμα / θέατρο. || Iψενικό τρίγωνο, ζεύγος συζύγων και ο εραστής (ή η ερωμένη) του ενός από τους δύο, που είναι και κοινός τους φίλος.
[λόγ. Ίψεν -ικός μτφρδ. γαλλ. ibsénien < ανθρωπων. Ibsen (Nορβηγός θεατρικός συγγραφέας)]
- ιώβειος -α -ο [ióvios] Ε6 : στην έκφραση ιώβεια υπομονή, που δεν εξαντλείται με την πάροδο του χρόνου· μακρόχρονη και ακατάβλητη, ανεξάντλητη.
[λόγ. < ελνστ. Ἰώβ (όν. προφήτη της Π.Δ.) -ειος μτφρδ. γαλλ. de Job]
- ιωβηλαίο το [ioviléo] Ο39 : 1. επίσημη γιορτή για τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων άσκησης δημόσιου λειτουργήματος, ορισμένης κοινωνικής προσφοράς, έγγαμου βίου κτλ.· (πρβ. πεντηκονταετηρίδα): Γιόρτασαν το ~ των γάμων τους. Tο ~ της δημοσιογραφικής δράσης κάποιου. Tο ~ μιας εφημερίδας. || (σπανιότ.) για 25 ή 100 χρόνια· (πρβ. εικοσιπενταετηρίδα, εκατονταετηρίδα). 2α. Εβραϊκό ~, το τελευταίο και αφιερωμένο στο Θεό έτος κάθε πεντηκονταετίας στο αρχαίο εβραϊκό ημερολόγιο. β. ~ των καθολικών, γενική άφεση αμαρτιών που παραχωρείται από τον πάπα.
[λόγ.: 2α: ελνστ. ἰωβηλαῖον < εβρ. Yobbel· 1, 2β: σημδ. γαλλ. jubilé < λατ. jubilaeus < ελνστ. ἰωβηλαῖον]



