Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 337 εγγραφές [301 - 310] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ητακισμός ο [itakizmós] Ο17 : (γλωσσ.) η προφορά του αρχαίου ελληνικού γράμματος <η> ως μακρού e κατά την ερασμιακή θεωρία για την προφορά της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
[λόγ. < γερμ. Εtazismus < νλατ. etacismus < αρχ. qτα + -cismus κατά το υστλατ. iotacismus (δες στο ιωτακισμός) σε αντίθεση προς το γερμ. Itazismus `προφορά του <η> ως [i] ΄]
- ήτοι [íti] : (λόγ.) επεξηγηματικό μόριο σε εξαιρετικά περιορισμένη χρήση· δηλαδή: Πήραν 1250 ψήφους, ~ ποσοστό 25%.
[λόγ. < αρχ. ἤτοι]
- ήττα η [íta] Ο25 : ANT νίκη. α. δυσμενής έκβαση για κπ. σε μάχη ή σε πόλεμο: H ~ του Nαπολέοντα στο Bατερλό. Ο β' παγκόσμιος πόλεμος έληξε με ~ της Γερμανίας. β. δυσμενής έκβαση για κπ. σε οποιονδήποτε αγώνα ή αναμέτρηση (πολιτική, κοινωνική, ιδεολογική κτλ.): H ~ της εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου. H εκλογική ~ ήταν καθοριστική για το κόμμα μας. H ~ της διεθνιστικής ιδέας. Hθική ~.
[λόγ. < αρχ. wττα]
- ήττον [íton] : μόνο στην απαρχαιωμένη έκφραση κατά το μάλλον* ή ~.
[λόγ. < αρχ. wττον (ουδ. του επιθ. ἥσσων)]
- ηττοπάθεια η [itopáθia] Ο27 : ψυχολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη αυτοπεποίθησης και από υπερεκτίμηση των δυνάμεων του αντιπάλου.
[λόγ. ηττοπαθ(ής) -εια μτφρδ. γαλλ. défaitisme]
- ηττοπαθής -ής -ές [itopaθís] Ε10 : που χαρακτηρίζεται από ηττοπάθεια, που δεν έχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του και γι΄ αυτό δεν τολμά να αγωνιστεί για κτ., να διεκδικήσει κτ. από το φόβο της ήττας.
[λόγ. ήττ(α) -ο- + -παθής μτφρδ. γαλλ. défaitiste]
- ηττώμαι [itóme] Ρ11 : υφίσταμαι ήττα· καταβάλλομαι από τον αντίπαλο στη μάχη ή στον πόλεμο, αποτυχαίνω σε μια αναμέτρηση κοινωνική, πολιτική, αθλητική κτλ. ANT νικώ: Οι Γερμανοί ηττήθηκαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο. Hττήθηκε κατά κράτος. Hττήθηκε η εθνική μας ομάδα ποδοσφαίρου. Hττήθηκαν στις εκλογές. || (μππ.): Οι ηττημένοι λαοί. Οι ηττημένοι παίχτες. || (ως ουσ.): H αριστερά ήταν ο μεγάλος ηττημένος των εκλογών. (απαρχ.) ΦΡ ουαί* τοις ηττημένοις.
[λόγ. < αρχ. ἡττῶμαι]
- ηυξημένος -η -ο [ifksiménos] Ε3 μππ. του αυξάνω : (λόγ.) που τον έχουν αυξήσει, που έχει αυξηθεί· αυξημένος: Hυξημένες ευθύνες / αρμοδιότητες. Hυξημένη περιεκτικότητα σε οξέα.
[λόγ. < αρχ. ηὐξημένος μππ. του αὐξάνω]
- ηφαιστειακός -ή -ό [ifestiakós] Ε1 : που αναφέρεται στο ηφαίστειο: Hφαιστειακή έκρηξη. Hφαιστειακές δυνάμεις. Hφαιστειακά πετρώματα.
[λόγ. ηφαίστει(ον) -ακός]
- ηφαίστειο το [iféstio] Ο40 : 1. ρήγμα του στερεού φλοιού της γης, από το οποίο βγαίνουν κατά καιρούς με εκρήξεις διάφορα υλικά, στερεά, υγρά και αέρια, σε διάπυρη κατάσταση, και το οποίο παίρνει συνήθ. τη μορφή κωνικού λόφου: Λάβα / κρατήρας ηφαιστείου. ~ ενεργό* ή εν ενεργεία. Σβησμένο* ~. Tο ~ άρχισε να ενεργοποιείται. Έκρηξη ηφαιστείου. Yποθαλάσσια ηφαίστεια. || ΦΡ καθόμαστε πάνω σ΄ ένα ~, για επικίνδυνη και εκρηκτική κατάσταση που εγκυμονεί κινδύνους. 2. (μτφ.) για γυναίκα με εκρηκτική ιδιοσυγκρασία και εξαιρετικά θερμή στην ερωτική της συμπεριφορά: Tι γυναίκα είναι αυτή! Σωστό ~!
[λόγ. Ήφαιστ(ος) -ειον, δηλ. ως επίθ. του Ήφαιστου μτφρδ. λατ. Volcanus, Vulcanus (= Ήφαιστος, `που ανήκει στον Ήφαιστο΄ > μσν. ιταλ. Volcanus, Vulcanus, ονομασία των νησιών όπου ανήκει η Aίτνα με το “εργαστήρι του Ήφαιστου”) > ισπαν. volcan (για βουνά της Aμερικής απ΄ όπου αναβλύζει λάβα) > γαλλ. vulcan ή ιταλ. volcano, vulcano `ηφαίστειο΄ (πρβ. αρχ. Ἡφαιστεῖον `ναός του Ήφαιστου΄)]



