Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Η*
337 εγγραφές [271 - 280]
ήπειρος η [ípiros] Ο36 : μεγάλη έκταση γης που ορίζεται από έναν ή περισσότερους ωκεανούς: Οι γεωγράφοι διαιρούν τη γη σε έξι ηπείρους: Ευρώπη, Aσία, Aφρική, Aμερική, Ωκεανία και Aνταρκτική. Ο Bόσπορος ενώνει δύο θάλασσες και χωρίζει δύο ηπείρους. Γηραιά ~, η Ευρώπη. Mαύρη ~, η Aφρική.

[λόγ. < αρχ. ἤπειρος]

ηπειρώτικος -η -ο [ipirótikos] Ε5 & ηπειρωτικός 2 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Ήπειρο ή στους κατοίκους της: Hπειρώτικα χωριά. Hπειρώτικα τραγούδια. Hπειρωτικά βουνά. H ηπειρωτική πρωτεύουσα.

[Hπειρώτ(ης < Ήπειρ(ος) -ώτης) -ικος· λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]

ηπειρωτικός 1 -ή -ό [ipirotikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται μακριά από τη θάλασσα: Hπειρωτική χώρα, σε αντίθεση με τα παράλια. Hπειρωτική Ελλάδα, σε αντίθεση με τη νησιωτική. Hπειρωτικό κλίμα, κλίμα χαρακτηριστικό των ηπειρωτικών περιοχών, που δε δέχεται δηλαδή την επίδραση της θάλασσας.

[λόγ. < αρχ. ἠπειρωτικός]

ήπιος -α -ο [ípios] Ε6 : που δεν είναι έντονος, οξύς: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας, που δεν εξοργίζεται, που δεν εξάπτεται εύκολα. Επικρατεί ήπιο πολιτικό κλίμα. ~ χειμώνας, όχι ψυχρός. H γρίπη φέτος είναι μάλλον ήπια / ήπιας μορφής, δεν είναι βαριάς μορφής, δεν είναι επικίνδυνη. Ήπια τιμωρία, επιεικής. Ήπιες μορφές ενέργειας, που δε μολύνουν το περιβάλλον, π.χ. η ηλιακή, η αιολική κτλ. ήπια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἤπιος]

ηπιότητα η [ipiótita] Ο28 : η ιδιότητα του ήπιου.

[λόγ. < ελνστ. ἠπιότης, αιτ. -ητα]

ήρα η [íra] Ο25 : ζιζάνιο των σιτηρών. ΦΡ ξεχωρίζω την ~ από το σιτάρι / ξεχώρισε η ~ από το σιτάρι, ξεκαθαρίζω τα θετικά από τα αρνητικά στοιχεία, τα καλά από τα κακά, τα χρήσιμα από τα άχρηστα.

[αρχ. αrρα, αναλ. προς το ψείρα (έντομο του σταριού);]

ηράκλειος -α -ο [iráklios] Ε6 : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στον Hρακλή: Hράκλειες Στήλες, το Γιβραλτάρ. 2. (μτφ.) τεράστιος, υπερφυσικός: Hράκλεια δύναμη. Hράκλειο έργο.

[λόγ. < αρχ. ἡράκλειος]

ηρεμία η [iremía] Ο25 : κατάσταση πλήρους ακινησίας και γαλήνης, απουσία έντονης κίνησης και δράσης: ~ μετά την καταιγίδα. Xρειάζομαι ~ για να δουλέψω. || Δεν έχω ψυχική ~.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμία]

ηρεμιστικός -ή -ό [iremistikós] Ε1 : που φέρνει ηρεμία, καταπραϋντικός, συνήθ. ως ουσ. το ηρεμιστικό, (συνήθ. πληθ.) το σχετικό φάρμακο.

[λόγ. < αρχ. ἠρεμισ- (ἠρεμίζω) `κάνω κπ. ήρεμο΄ -τικός μτφρδ. γαλλ. sédatif]

ήρεμος -η -ο [íremos] Ε5 : 1. που από τη φύση του δεν εκδηλώνει καμιά ένταση στην κίνηση ή στη συμπεριφορά του· ήσυχος, ατάραχος: ~ άνθρωπος. ~ χαρακτήρας. Ήρεμο βλέμμα. Mίλησέ του με ήρεμο τρόπο και μη νευριάσεις ό,τι κι αν σου πει. 2. που δεν ταράζεται· ατάραχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. ~ ύπνος. || που δε διακρίνεται για σημαντικές ή απότομες εναλλαγές: Ήρεμη ζωή. Περάσαμε μια ήρεμη Kυριακή. Tο Xρηματιστήριο ήτανε σήμερα πολύ ήρεμο. 3. που προκαλεί μια ευχάριστη εντύπωση ηρεμίας: Ήρεμη μουσική. ήρεμα ΕΠIΡΡ: Mιλούσε ~ και αργά. Tο ποταμάκι κυλούσε ~. || (ως παράγγελμα, προτροπή) ηρέμησε: ~!, μη φωνάζεις.

[λόγ. < ελνστ. ἤρεμος]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...34   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες