Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 337 εγγραφές [261 - 270] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήπαρ το [ípar] Ο γεν. ήπατος, αιτ. ήπαρ, πληθ. ήπατα : α. (ανατ.) το συκώτι: Πάσχει από κίρρωση του ήπατος. Mεταμόσχευση ήπατος. β. στη ΦΡ μου κόπηκαν τα ήπατα, τρόμαξα πάρα πολύ, παρέλυσα από το φόβο μου.
[α: λόγ. < αρχ. wπαρ· β: πληθ. του αρχ. wπαρ]
- ηπαρίνη η [iparíni] Ο30 : αντιπηκτικό που περιέχεται στους ιστούς όλων των θηλαστικών.
[λόγ. < γαλλ. héparine < αρχ. wπαρ -ine = -ίνη]
- ηπατικός -ή -ό [ipatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο ήπαρ: Hπατικές εξετάσεις / διαταραχές.
[λόγ. < ελνστ. ἡπατικός]
- ηπατίτιδα η [ipatítiδa] Ο28 : φλεγμονή του ήπατος: Λοιμώδης ~.
[λόγ. ηπατίτ(ις) -ιδα < νλατ. hepatitis (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἡπατῖτις `του ήπατος΄]
- ηπατο- [ipato] & ηπατ- [ipat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα και τα παράγωγά τους· (ανατ., ιατρ.) δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρεται στο ήπαρ, το συκώτι, ως όργανο του ανθρώπινου σώματος: ~δωδεκαδακτυλικός, ~νεφρικός. ~φάγος. 2. εντοπίζεται στο ήπαρ, στο συκώτι: ηπαταπόστημα, ~κολικός, ~λιθίαση, ~σάκχαρο· ηπαταλγία, ~πτωσία, ~ρραγία, ~ρραφία.
[λόγ. < ελνστ. ἡπατ(ο)- θ. του ουσ. wπαρ ως α' συνθ.: ελνστ. ἡπατο-σκοπῶ `εξετάζω το συκώτι για να μαντέψω το μέλλον΄ & διεθ. hepat(o)- < ελνστ. ἡπατ(ο)-: ηπατο-λογία < γαλλ. hépatologie]
- ηπατολογία η [ipatolojía] Ο25 : (ιατρ.) κλάδος της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο το ήπαρ και τις παθήσεις του.
[λόγ. < γαλλ. hépatologie < hépato- = ηπατο- + -logie = -λογία]
- ηπατομεγαλία η [ipatomeγalía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική διόγκωση του ήπατος.
[λόγ. < γαλλ. hépatomégalie < hépato- = ηπατο- + αρχ. μεγαλ- (μέγας) -ie = -ία]
- ηπατοπάθεια η [ipatopáθia] Ο27 : (ιατρ.) γενικός όρος για οποιαδήποτε πάθηση του ήπατος.
[λόγ. ηπατο- + -πάθεια]
- ηπατορραγία η [ipatorajía] Ο25 : (ιατρ.) αιμορραγία στο ήπαρ.
[λόγ. < γαλλ. hépatorragie < hépato- = ηπατο- + -rragie = -ρραγία]
- ηπειρογένεση η [ipirojénesi] Ο33 : (γεωλ.) το σύνολο των διαδικασιών που συνέβησαν και συμβαίνουν ακόμη στο φλοιό της γης και που συντελούν στη διαμόρφωση των ηπείρων, των θαλασσών κτλ.
[λόγ. < γαλλ. epeirogénèse < αρχ. ἤπειρ(ος) -ο- + -génèse = -γένε(σις) -ση]



