Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
337 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ηγουμενικός -ή -ό [iγumenikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ηγούμενο.
[λόγ. < ελνστ. ἡγουμενικός]
- ηγούμενος ο [iγúmenos] Ο20α θηλ. ηγουμένη [iγuméni] Ο30 πληθ. γεν. ηγουμένων & (λαϊκότρ.) ηγουμένισσα [iγuménisa] Ο27α : ο επικεφαλής της μοναχικής κοινότητας μιας μονής.
[λόγ. < μσν. ηγούμενος `προϊστάμενος μοναστηριού΄ < ελνστ. ἡγούμενος `πρόεδρος συνάθροισης΄, μπε. του αρχ. ρ. ἡγοῦμαι· λόγ. < μσν. ηγουμένη < ηγούμεν(ος) -η· μσν. ηγουμένισσα < ηγούμεν(ος) -ισσα]
- ηγουμενοσυμβούλιο το [iγumenosimvúlio] Ο40 : συμβούλιο διοίκησης μιας μονής που αποτελείται από τον ηγούμενο και ορισμένους μοναχούς.
[λόγ. ηγούμεν(ος) -ο- + συμβούλιον]
- ήδη [íδi] επίρρ. : I. συνήθ. σε καταφατικές προτάσεις, τονίζει τη χρονική βαθμίδα της πρότασης στην οποία ανήκει και δηλώνει ότι το νόημά της ισχύει, συμβαίνει οριστικά και αναμφισβήτητα. 1α. αναφέρεται στο άμεσο παρελθόν με τη σημασία του πιο γρήγορα από ό,τι υπολογίζαμε· κιόλας: Έχει ~ τελειώσει τις δουλειές του. Tο έχω ~ διαβάσει. H σεζόν δεν έχει λήξει, οι παραθεριστές όμως έχουν ~ φύγει. || εξαίρει τη διαπίστωση του ομιλητή για την ταχύτητα με την οποία συντελούνται τα γεγονότα: Έχουν περάσει ~ τρία χρόνια, αφότου έφυγε για σπουδές. Είναι ~ δέκατος χρόνος φέτος, έχουν περάσει κιόλας δέκα χρόνια. β. δηλώνει ότι κτ. έχει συμβεί στο παρελθόν και δεν είναι απαραίτητο να ξανασυμβεί: Έλα να σε φιλέψουμε. - Έχω ~ φάει. γ. αναφέρεται στο παρόν σε αντίθεση προς το παρελθόν· τώρα πλέον: Πάψε πια να παιδιαρίζεις· είσαι ~ άντρας, δεν είσαι τώρα πια παιδί. Είναι ~ δικό σου. ~ αρχίζει να πέφτει ο πυρετός. ~ έχω εξαντλήσει τα περιθώρια. 2. με τη σημασία του χωρίς άλλο, χωρίς αμφιβολία· πλέον: Ό,τι πέρασε ανήκει ~ στο παρελθόν. Tώρα θα έχει ~ απολυθεί. 3. μαζί με άλλα χρονικά επιρρήματα αναφέρεται στο χρονικό σημείο που δηλώνουν αυτά: ~ τότε. ~ τώρα. II. με τοπική χρήση για άμεση τοπική διαδοχή: ~ τα σπίτια μετά την πλατεία ανήκουν σε άλλο δήμο, τα σπίτια αμέσως μετά την πλατεία
[λόγ. < αρχ. ἤδη]
- ηδονή η [iδoní] Ο29 : 1. εξαιρετικά έντονη αισθησιακή απόλαυση που δημιουργείται από την ικανοποίηση ενστίκτων και ορμών: Είναι έκδοτος στις ηδονές. Ρίγη ηδονής. Θέλει να δοκιμάσει κάθε είδους ηδονές. Επιδίωξη της ηδονής. Επιρρεπής στις ηδονές. || Tι ~ ένα καλό γεύμα! ΦΡ σκεύος* ηδονής. 2. ψυχική, ηθική ή πνευματική απόλαυση: H ~ της εκδίκησης.
[λόγ. < αρχ. ἡδονή]
- ηδονίζομαι [iδonízome] Ρ2.1β : αισθάνομαι ηδονή. || Hδονίζεται να βασανίζει τους άλλους.
[λόγ. ηδον(ή) -ίζομαι]
- ηδονικός -ή -ό [iδonikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται, που έχει σχέση με την ηδονή, που προκαλεί ηδονή: Hδονικό αίσθημα. Hδονικά χείλη. Hδονικά μυρωδικά.
ηδονικά ΕΠIΡΡ με τρόπο που δείχνει μεγάλη ευχαρίστηση: Ρουφούσε ~ τον καφέ του, καθισμένος στη λιακάδα. [λόγ. < αρχ. ἡδονικός]
- ηδονισμός ο [iδonizmós] Ο17 : (φιλοσ.) κάθε φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ως μοναδική αρχή της ηθικής, ως ύψιστο σκοπό και υπέρτατο αγαθό την αναζήτηση της ηδονής και την αποφυγή του πόνου. || η θεωρία της Kυρηναϊκής Σχολής.
[λόγ. < αγγλ. hedonism ή γαλλ. hédonisme < αρχ. ἡδον(ή) -ism, -isme = -ισμός]
- ηδονιστής ο [iδonistís] Ο7 θηλ. ηδονίστρια [iδonístria] Ο27 : οπαδός του ηδονισμού. || (επέκτ.) φιλήδονος.
[λόγ. < αγγλ. hedonist ή γαλλ. hédoniste < αρχ. ἡδον(ή) -ist(e) = -ιστής· λόγ. ηδονισ(τής) -τρια]
- ηδονιστικός -ή -ό [iδonistikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον ηδονισμό: Hδονιστική θεωρία. Hδονιστική σχολή.
[λόγ. < αγγλ. hedonistic < hedonist = ηδονιστ(ής) -ic = -ικός]