Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζ*
376 εγγραφές [361 - 370]
ζωοτοκία η [zootokía] Ο25 : (ζωολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο το ωάριο αναπτύσσεται μέσα στο σώμα της μητέρας έως ότου πάρει μορφή όμοια με τους γεννήτορες. ANT ωοτοκία: H ~ είναι χαρακτηριστικό των θηλαστικών και σπανιότερα των ερπετών και των ψαριών.

[λόγ. < αρχ. ζωοτοκία (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄)]

ζωοτόκος -ος -ο [zootókos] Ε14 : (ζωολ.) που γεννά απογόνους με ζωοτοκία. ANT ωοτόκος: Tα θηλαστικά ζώα είναι ζωοτόκα.

[λόγ. < αρχ. ζωοτόκος (< αρχ. ζωός `ζωντανός΄)]

ζωοτροφείο το [zootrofío] Ο39 : τόπος όπου τρέφουν ζώα· (πρβ. εκτροφείο, θηριοτροφείο).

[λόγ. < ελνστ. ζῳοτροφεῖον (< ζῷον)]

ζωοτροφή η [zootrofí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : τροφή ειδικά για ζώα.

[λόγ. ζωο- 1 + τροφή (διαφ. το μσν. ζωοτροφή (< ζωή) `τροφή για τη διατήρηση του ανθρώπου στη ζωή΄)]

ζωοφιλία η [zoofilía] Ο25 : η ιδιαίτερη αγάπη για τα ζώα: H καλλιέργεια του συναισθήματος της ζωοφιλίας είναι ένας από τους βασικότερους στόχους της Εταιρείας Προστασίας Zώων.

[λόγ. < γαλλ. zoophilie `υπερβολική ή νοσηρή αγάπη για τα ζώα΄ < νλατ. zoophilia < zoo- = ζωο- 1 + -philia < αρχ. φιλία]

ζωόφιλος -η -ο [zoófilos] Ε5 : που δείχνει ιδιαίτερη αγάπη για τα ζώα· φιλόζωος: Zωόφιλα αισθήματα. || (ως ουσ., για πρόσ.): Οι σύλλογοι των ζωοφίλων, φίλων των ζώων. Οι κυνηγοί συνήθως χλευάζουν τους ζωόφιλους. Zωόφιλοι που ταΐζουν και φροντίζουν τα αδέσποτα σκυλιά.

[λόγ. < γαλλ. zoophile < zoo- = ζωο- 1 + -phile = -φιλος]

ζωοφόρος η [zoofóros] & ζωφόρος η [zofóros] Ο35 : διακοσμητική ζώνη, με ανάγλυφες συνήθ. παραστάσεις, που αποτελεί τμήμα του θριγκού αρχαίων ναών και βρίσκεται πάνω από το επιστύλιο: Στη ζωοφόρο του Παρθενώνα παρασταίνεται όλη η πομπή των Παναθηναίων.

[λόγ. < ελνστ. ζωοφόρος `καλλιτεχνικό έργο που παρασταίνει μορφές ζώων΄· λόγ. < λατ. zophorus < ελνστ. *ζωφόρος (ίδ. σημ. με τη σημερ.)]

ζωόφυτο το [zoófito] Ο42 : ονομασία διάφορων ασπόνδυλων ζώων που μοιάζουν με φυτά.

[λόγ. < ελνστ. ζωόφυτον (< ζωή)]

ζωροαστρισμός ο [zoroastrizmós] Ο17 : θρησκεία των αρχαίων Περσών, που ιδρύθηκε από το Zαρατούστρα· (πρβ. παρσισμός): Xαρακτηριστικό του ζωροαστρισμού είναι ένας έντονος μανιχαϊσμός.

[λόγ. < γαλλ. zoro astrisme < Zoroastr(e) < αρχ. Zωροάστρ(ης) (< περσ. Zarāthustra) -isme = -ισμός]

ζωστήρα η [zostíra] Ο26 : αντρική (συνήθ. δερμάτινη) ζώνη· ζωστήραςI.

[< ζωστήρας μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   1... 34 35 36 [37] 38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες