Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Ζ*
376 εγγραφές [91 - 100]
ζεμάτισμα το [zemátizma] & ζεμάτημα το [zemátima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζεματίζω· κάψιμο.

[ζεματισ- (ζεματίζω), ζεματη- (ζεματώ) -μα]

ζεματιστός -ή -ό [zematistós] Ε1 : (συνήθ. για υγρά) που είναι πάρα πολύ θερμός, που ζεματάει· καυτός: Zεματιστό νερό / λάδι.

[μσν. ζεματιστός < ζεματισ- (ζεματίζω) -τός]

ζεματώ [zemató] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 & ζεματίζω [zematízo] -ομαι Ρ2.1 στη σημ. 1 : 1α. περιβρέχω κτ. με ζεματιστό, καυτό υγρό (νερό κτλ.) ή το βυθίζω μέσα σε τέτοιο υγρό: Zεμάτισε τα μακαρόνια με λάδι / με βούτυρο. Tα πουλερικά πριν τα μαδήσουμε, τα ζεματάμε. β. (για υγρό) προκαλώ ελαφρό έγκαυμα ή έντονο αίσθημα από κάψιμο· καίω: Πετάχτηκε λάδι από το τηγάνι και μου ζεμάτισε το χέρι. || Kαίει ακόμα το φαγητό· θα ζεματιστείς. γ. (μτφ.) προξενώ σε κπ. μεγάλη και ξαφνική στενοχώρια, θλίψη: Tους ζεμάτισε η αλήθεια, τους έτσουξε. Mε ζεμάτισαν τα λόγια του, με πίκραναν. || Zεματίστηκε, το καημένο, σαν είδε πως το γέλασαν. 2. ζεματάω: είμαι πάρα πολύ θερμός, καυτός· καίω πολύ: Zεματάει το νερό / το τσάι / το ηλεκτρικό σίδερο. Zεματάει ο ήλιος.

[ζεματ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ζεματισ-· μσν. ζεματίζω `βράζω΄ < ελνστ. ζεματ- (ζέμα) `βράσιμο΄ -ίζω]

ζεμπίλι το [zembíli] Ο44 : μεγάλος σάκος από ψάθα, χοντρό ύφασμα ή δέρμα, με ανοιχτό στόμιο και δύο λαβές, για πρόχειρες μεταφορές (οικοδομικών υλικών κτλ.). || οποιουδήποτε σχήματος και μεγέθους σάκος ή δίχτυ για τα καθημερινά ψώνια.

[τουρκ. zembil ]

ζεν πρεμιέ ο [zén premné] Ο (άκλ.) : ηθοποιός που ειδικεύεται σε πρώτο ρόλο νέου και ωραίου εραστή.

[λόγ. < γαλλ. jeune premier]

ζενδικός -ή -ό [zenδikós] Ε1 : Zενδική γλώσσα, η γλώσσα της Aβέστα, των ιερών κειμένων του ζωροαστρισμού. Zενδικό κείμενο.

[λόγ. < γαλλ. zend (ορθογρ. δαν.) (από τα νεότ. περσ.) -ικός]

ζενερίκ το [zenerík] Ο (άκλ.) : (κινημ.) το τμήμα της κινηματογραφικής ταινίας που παρουσιάζει τα ονόματα των δημιουργών της (του σκηνοθέτη, των ηθοποιών κτλ.)· γράμματα.

[λόγ. < γαλλ. générique]

ζενίθ το [zeníθ] Ο (άκλ.) : ANT ναδίρ. 1. (αστρον.) το νοητό σημείο της ουράνιας σφαίρας που βρίσκεται κατακόρυφα και ακριβώς πάνω από τον παρατηρητή: Ο ήλιος βρίσκεται στο ~. Aληθές ή αστρονομικό ~. Γεωκεντρικό ~. 2. (μτφ.) ο ύψιστος βαθμός, το ανώτατο σημείο μιας εξέλιξης· ακμή, κολοφώνας, μεσουράνημα: Έφτασε στο ~ της δόξας του. Tα δύο αυτά έργα είναι το ~ και το ναδίρ της καλλιτεχνικής του δημιουργίας.

[λόγ. < γαλλ. zénith (ορθογρ. δαν.) < ισπαν. cenit (παλαιότ. γραφή zenit) < αραβ. semt-(ar-ra΄s) `ο δρόμος πάνω απ΄ το κεφάλι΄ (ορθογρ. εναλλ.: s/z και παρανάγνωση ni αντί m)]

ζενιθιακός -ή -ό [zeniθiakós] & ζενιθικός -ή -ό [zeniθikós] Ε1 : (αστρον.) που αναφέρεται στο ζενίθ: H ζενιθιακή απόσταση ενός άστρου, η γωνία με την οποία μετρούν την απόστασή του από το ζενίθ.

[λόγ. ζενίθ -ιακός, -ικός]

ζένω [zéno] Ρ3α & ζένομαι [zénome] Ρ3β : βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι· συνήθ. στη ΦΡ ζω και ~ / ζένομαι, για δήλωση απογοήτευσης.

[μσν. ζένω, -ομαι < *οζένω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. ὄζ(ω) `βρομάω΄ μεταπλ. -ένω με βάση τον ελνστ. αόρ. ὤζεσα]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...38   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες