Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.209 εγγραφές [4191 - 4200] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έωλος -η -ο [éolos] Ε5 : (λόγ.) κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα.
[λόγ. < αρχ. ἕωλος (αρχική σημ.: `μπαγιάτικος΄)]
- έως [éos] πρόθ. : I.δηλώνει χρόνο ή τόπο· ως: ~ το 1974 έλειπε στο εξωτερικό. H ~ το 1990 συγγραφική του δουλειά. ~ τις μέρες μας. ~ αυτή τη στιγμή. ~ το σταθμό. Aισθανόταν από ενοχλημένος ~ οργισμένος. Λίγο ~ πολύ. || συχνά με χρονικό ή τοπικό επίρρημα ή επιρρηματική φράση: ~ αύριο / χθες / πέρυσι / τότε. ~ εδώ / εκεί / πέρα. ~ πότε; ~ του χρόνου, ως τον άλλο, τον επόμενο χρόνο. || (λόγ. έκφρ.) ~ θανάτου, μέχρι θανάτου, για αδιέξοδη ή πολύ στενόχωρη ψυχική κατάσταση. II. σε συνδεσμικές εκφράσεις: 1. ~ ότου, δηλώνει πραγματικό γεγονός το οποίο διακόπτει τη διάρκεια της κύριας πρότασης· ώσπου, μέχρις ότου, όσο που: Kαθόταν ξάγρυπνος στο πλευρό του, ~ ότου ξημέρωσε. ~ ότου μου μίλησε, δεν ήξερα τίποτε για το πρόβλημά του. 2. ~ ότου να, δηλώνει προσδοκώμενη πράξη η οποία θα συντελεστεί συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· ωσότου, ώσπου να, μέχρις ότου να: Παρέμεινε στη θέση του, ~ ότου να έρθει αντικαταστάτης. Διαβάστε κάτι, ~ ότου να ετοιμαστούμε.
[λόγ. < αρχ. ἕως]
- εωσίνη η [eosíni] & ηωσίνη η [iosíni] Ο30 : (χημ.) υδατοδιαλυτή κόκκινη χρωστική ουσία.
[λόγ. < αγγλ. eosin ή γαλλ. éosine < νλατ. eos < αρχ. ἠώς `αυγή΄ -in(e) = -ίνη· λόγ. προσαρμ. στη μορφή της αρχ. λ.]
- εωσινόφιλα τα [eosinófila] & ηωσινόφιλα τα [iosinófila] Ο40 : (βιολ.) λευκοκύτταρα του αίματος, που έχουν την ιδιότητα να χρωματίζονται έντο να με την εωσίνη.
[λόγ. < αγγλ. eosinophil ή γαλλ. éosinophile < νλατ. eosin- = εωσίν(η) / ηωσίν(η) -ο- + -phil(e) < αρχ. φίλ(ος) -α, ουδ. πληθ. του -ος]
- εωσφορικός -ή -ό [eosforikós] Ε1 : που χαρακτηρίζει τον Εωσφόρο1· σατανικός: Εωσφορική αλαζονεία.
εωσφορικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. Εωσφόρ(ος) -ικός]
- κατοστάρα η [katostára] & εκατοστάρα η [ekatostára] Ο25α : (προφ.) 1. λαμπτήρας με ισχύ εκατό βατ. || (ως επίθ.): ~ λάμπα. 2. εκατό πόντοι στο μπάσκετ: Mας έριξαν μια ~. 3. μοτοσικλέτα με μηχανή εκατό κυβικών.
[εκατοστ(ή) -άρα και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- κατοστάρης ο [katostáris] & εκατοστάρης ο [ekatostáris] Ο11 : (προφ.) αθλητής του δρόμου των εκατό μέτρων.
[κατοστάρ(ι), εκατοστάρ(ι) -ης]
- κατοστάρι το [katostári] & εκατοστάρι το [ekatostári] Ο44 : 1. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). 2. κατοστάρικο: Πόσο κάνει; - Για σένα ένα ~. || το αντίστοιχο χαρτονόμισμα: Δώσε ένα ~. 3. αγώνας δρόμου εκατό μέτρων: Έλα να τρέξουμε ένα ~. 4. (προφ.) μηχανάκι εκατό κυβικών. 5α. μεταλλικό κύπελλο που η περιεκτικότητά του ήταν εκατό δράμια και το χρησιμοποιούσαν ως μέτρο βάρους υγρών και κυρίως κρασιού. β. ποσότητα εκατό γραμμαρίων (ή, παλαιότερα, εκατό δραμιών της οκάς): Πήγαμε στην ταβέρνα και παραγγείλαμε το ~ μας.
κατοσταράκι το & εκατοσταράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 5, συνήθ. μπουκάλι ούζου του οποίου η περιεκτικότητα είναι εκατό δράμια. [εκατ-: 1-4: εκατοστ(ή) -άρι· 5: μσν. εκατοστάριν `βάρος εκατό δραμιών΄ < εκατοστ(ή) -άριν· κατ-: αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- κατοσταριά η [katostarjá] & εκατοσταριά η [ekatostarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εκατό· εκατοστή: Kαμιά ~ δραχμές / άνθρωποι. || (προφ., συνήθ. πληθ.) για χρηματικό ποσό: Mου έχουν φύγει κατοσταριές
!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.
[εκατοστ(ή) -αριά και με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- κατοστάρικο το [katostáriko] & εκατοστάρικο το [ekatostáriko] Ο41 : χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών: Δώσε μου ένα ~, να σου δώσω δύο πενηντάρικα. || το αντίστοιχο ποσό.
κατοσταρικάκι το & εκατοσταρικάκι το YΠΟKΟΡ. [κατοστάρ(ι), εκατοστάρ(ι) -ικο, ουδ. του -ικος]