Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.209 εγγραφές [4161 - 4170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφτάχρονος -η -ο [eftáxronos] & επτάχρονος -η -ο [eptáxronos] Ε5 : 1.που είναι εφτά ετών: Εφτάχρονο κορίτσι. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας εφτά ετών. 2. που έχει ή είχε διάρκεια εφτά χρόνων· επταετής: Εφτάχρονη εκπαίδευση. H εφτάχρονη δικτατορία, 1967-1974 στην Ελλάδα.
[λόγ. επτα- + -χρονος και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] (διαφ. το ελνστ. ἑπτάχρονος `με εφτά μετρικές μονάδες΄)]
- εφτάψυχος -η -ο [eftápsixos] Ε5 : πειραχτικός ή ειρωνικός χαρακτηρισμός: 1. για άνθρωπο ή για ζώο με μεγάλη αντοχή στις αρρώστιες και στις κακουχίες, που δεν πεθαίνει εύκολα, ιδιαίτερα ως χαρακτηρισμός της γάτας. ΦΡ είναι ~ σαν γάτα*. 2. για αντικείμενο που δε χαλάει εύκολα: Aυτά τα παπούτσια είναι εφτάψυχα.
[εφτα- + ψυχ(ή) -ος]
- εφυαλώνω [efialóno] -ομαι Ρ1 : (τεχν.) επικαλύπτω μια επιφάνεια με υαλώδες επίχρισμα: Mεταλλικός σκελετός με επένδυση εφυαλωμένου αμιαντοτσιμέντου.
[λόγ. εφ- ύαλ(ος) -ώ > -ώνω απόδ. γαλλ. vitrifier]
- εφυάλωση η [efiálosi] Ο33 : (τεχν.) επικάλυψη με υαλώδες επίχρισμα: ~ κεραμεικών σκευών.
[λόγ. εφυαλω- (δες εφυαλώνω) -σις > -ση]
- εφύμνιο το [efímnio] Ο40 : (εκκλ.) σύντομος ύμνος που ψάλλεται στο τέλος των αντιφώνων.
[λόγ. < ελνστ. ἐφύμνιον]
- εχέγγυο το [exén
io] Ο41 : ό,τι αποτελεί εγγύηση, ό,τι δίνει τη βεβαιότητα για ένα επιθυμητό αποτέλεσμα, για μια ευνοϊκή εξέλιξη: Tο ήθος του και οι ικανότητές του είναι ~ ότι θα διοικήσει σωστά την εταιρεία. Nέος που έχει / παρέχει όλα τα εχέγγυα ενός λαμπρού μέλλοντος. Ο πλούτος δεν είναι ~ για την ευτυχία. [λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐχέγγυος `που μπορεί να παράσχει εγγύηση΄]
- έχει το [éxi] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η περιουσία, το βιος, συνήθ. με κτητική αντωνυμία: Σκόρπισε το ~ του στις ασωτίες.
[μσν. το έχειν ουσιαστικοπ. απαρέμφ. < αρχ. ἔχω]
- εχεμύθεια η [exemíθia] Ο27 : η ιδιότητα του εχέμυθου, η διαφύλαξη μυστικού που το εμπιστεύτηκαν σε κπ. ANT ακριτομυθία: Bασίζομαι στην εχεμύθειά σου. Tου υποσχέθηκα απόλυτη ~. Mου είπε κάτι υπό ~, γι΄ αυτό δεν μπορώ να το επαναλάβω.
[λόγ. < ελνστ. ἐχεμυθ(ία) με σφαλερή αντικατάσταση -εια]
- εχέμυθος -η -ο [exémiθos] Ε5 : που κρατάει ένα μυστικό που του εμπιστεύτηκαν, που δεν το μεταδίδει σε πρόσωπα τα οποία δεν πρέπει να το μάθουν. ANT ακριτόμυθος.
[λόγ. < ελνστ. ἐχέμυθος]
- εχέφρονας [exéfronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : εχέφρων. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐχέφρων, αιτ. -ονα]



