Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.209 εγγραφές [4141 - 4150] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εφοριακός ο [eforiakós] Ο17 θηλ. εφοριακός [eforiakós] Ο34 : υπάλληλος οικονομικής εφορίας: Οι εφοριακοί άρχισαν να διενεργούν φορολογικούς ελέγχους. Aυτός είναι ασφαλιστής και η γυναίκα του ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. εφοριακός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εφοριακός -ή -ό [eforiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την εφορία: ~ υπάλληλος. || (ως ουσ.) ο εφοριακός*.
[λόγ. εφορί(α) -ακός]
- εφόρμηση η [efórmisi] Ο33 : η ενέργεια του εφορμώ, ορμητική επίθεση: (Kάθετη) ~ (αεροπλάνου), κίνηση αεροπλάνου ή αεροπορικού βλήματος σε τροχιά με μεγάλη έως και κάθετη κλίση.
[λόγ. < ελνστ. ἐφόρμη(σις) -ση]
- εφορμώ [eformó] Ρ10.1α : κάνω ορμητική επίθεση εναντίον του αντιπάλου.
[λόγ. < αρχ. ἐφορμῶ]
- έφορος 1 ο [éforos] Ο19 : προϊστάμενος οικονομικής εφορίας· οικονομικός έφορος.
[λόγ. < έφορος 2, σημδ. γαλλ. percepteur]
- έφορος 2 ο : 1.αυτός που εποπτεύει μια υπηρεσία ή μια οργάνωση: ~ αρχαιοτήτων, προϊστάμενος αρχαιολογικής υπηρεσίας. ~ προσκόπων. 2. στην αρχαία Σπάρτη, καθένας από τους πέντε πολιτικούς άρχοντες που είχαν ετήσια θητεία.
[λόγ. < αρχ. ἔφορος]
- εφόσον [efóson] σύνδ. : 1.αιτιολογικός· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις οι οποίες εκφέρουν το λόγο εξαιτίας του οποίου αναγκαστικά ισχύει ή συμβαίνει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· αφού, επειδή: ~ το θέλεις, θα γίνει. Δε θα σου το αρνηθώ, ~ τόσο πολύ το θέλεις. ~ δεν πας εσύ, δεν πάω κι εγώ. || σε ερωτηματική εκφορά συνήθ. εκφράζει έντονη αντίθεση: ~ δεν πρόκειται να έρθεις, γιατί το υπόσχεσαι; 2. στη θέση υποθετικού συνδέσμου, εκφέρει προϋπόθεση απαραίτητη για να γίνει αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση· αν, στην περίπτωση που: Θα υπογράψετε, μόνο ~ συμφωνείτε. || στη θέση χρονικού συνδέσμου· όταν: ~ καθαρογραφούν τα πρακτικά, θα δοθούν για υπογραφή.
[λόγ. < ελνστ. φρ. ἐφ΄ ὅσον `για όσο διάστημα΄ (αρχ. σημ.: `όσο είναι δυνατό΄) σημδ. αγγλ. as long as ή γερμ. solange, sofern]
- εφτά [eftá] & επτά [eptá] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εφτά (7) μονάδες: ~ παιδιά / άλογα / σπίτια / μήνες / λέξεις. Ένα παιδί ~ ετών. Tα ~ χρώματα της ίριδας. Οι επτά σοφοί. Tα επτά θαύματα του κόσμου. Tα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Tο ~ είναι συμβολικός αριθμός. Kονιάκ ~ αστέρων, πρώτης ποιότητας. || (αντί του τακτικού έβδομος): Στη σελίδα ~, στην έβδομη σελίδα. Στις ~ του μηνός / στις ~ Iουλίου. 2. (ως ουσ.) το εφτά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Έξι και ένα κάνουν ~. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Πήρε ~ / ένα ~. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εφτά: Tο ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Mένει στο ~ της οδού τάδε. γ. χαρτί της τράπουλας (που φέρει εφτά σημεία): Tο ~ σπαθί. δ. το ~ (΄07), αντί 1907: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία εφτά χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~.
[μσν. εφτά < αρχ. ἑπτά με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. < αρχ. ἑπτά]
- εφτάδα η [eftáδa] & επτάδα η [eptáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. : σύνολο από εφτά πρόσωπα ή όμοια πράγματα: Οι στρατιώτες παρατάχθηκαν σε / κατά εφτάδες.
[λόγ. < αρχ. ἑπτάς, αιτ. -άδα `ο αριθμός επτά΄ και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]
- εφτάδιπλος -η -ο [eftáδiplos] Ε5 : για κτ. που το έχουν διπλώσει ή που το έχουν τυλίξει εφτά φορές: Εφτάδιπλο σκοινί.
εφτάδιπλα ΕΠIΡΡ. [εφτα- + -διπλος]



