Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4.209 εγγραφές [4081 - 4090] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έφεση 1 η [éfesi] Ο33 : ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται η επανεξέταση σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο (εφετείο) μιας υπόθεσης που εκδικάστηκε σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο και του οποίου η απόφαση δεν είναι τελεσίδικη: Οι καταδικασθέντες άσκησαν / έκαναν ~. Ο εισαγγελέας άσκησε ~ κατά της αθωωτικής απόφασης. H υπόθεση δικάζεται κατ΄ έφεσιν. H άσκηση έφεσης δεν είχε ανασταλτικό αποτέλεσμα.
[λόγ. < ελνστ. ἔφε(σις) -ση, αρχ. σημ.: `ρίξιμο΄]
- έφεση 2 η : επιθυμία, διάθεση να ασχοληθεί κάποιος με κτ., για το οποίο υπάρχει συνήθ. και η ανάλογη κλίση, ικανότητα: Έχει μεγάλη ~ για τη μουσική / για τα γράμματα.
[λόγ. < αρχ. ἔφε(σις) -ση]
- εφεσιβάλλω [efesiválo] -εται Ρ (συνήθ. στον ενεστ.) : (νομ.) ~ μια πρωτόδικη απόφαση, την προσβάλλω και την εισάγω σε ανώτερο (δευτεροβάθμιο) δικαστήριο.
[λόγ. έφεσι(ς) 1 + βάλλω μτφρδ. γαλλ. interjeter appel]
- εφεσίβλητος -η -ο [efesívlitos] Ε5 : (νομ.) για αντίδικο ή για απόφαση, εναντίον της οποίας έχει ασκηθεί ή μπορεί να ασκηθεί έφεση.
[λόγ. εφεσι(βάλλω) -βλητος κατά το σχ.: αρχ. βάλλω - βλητός `χτυπημένος΄]
- εφέσιμος -η -ο [efésimos] Ε5 : (νομ.) για απόφαση εναντίον της οποίας μπορεί να ασκηθεί έφεση, που υπόκειται σε έφεση.
[λόγ. < αρχ. ἐφέσιμος κρίσις]
- εφέστιος -α -ο [eféstios] Ε6 : Εφέστιοι θεοί, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, θεοί που ήταν προστάτες της οικογένειας και που τα αγάλματά τους ήταν στημένα κοντά στην οικογενειακή εστία.
[λόγ. < αρχ. ἐφέστιος]
- εφετείο το [efetío] Ο39 : 1.δικαστήριο που δικάζει υποθέσεις, κατά κανόνα, σε δεύτερο βαθμό: Aσκήθηκε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Εφετείου Aθηνών / Θεσσαλονίκης. Πενταμελές / τριμελές ~. Ορκωτό / μεικτό ~ κακουργημάτων. 2. το κτίριο όπου συνεδριάζει το παραπάνω δικαστήριο και όπου στεγάζονται οι διάφορες υπηρεσίες του: Οι αίθουσες του Εφετείου.
[λόγ. εφέτ(ης) -είον απόδ. γαλλ. cour d΄appel]
- εφετζίδικος -η -ο [efedzíδikos] Ε5 : (οικ., μειωτ.) για κπ. ή για κτ. που προκαλεί ή που προσπαθεί να προκαλέσει εντύπωση, εφέ: ~ τύπος. Εφετζίδικη παράσταση.
εφετζίδικα ΕΠIΡΡ. [εφέ -τζίδικος]
- εφέτης ο [efétis] Ο10 θηλ. εφέτης [efétis] : 1.δικαστής που έχει βαθμό ανώτερο του προέδρου πρωτοδικών και κατώτερο του προέδρου εφετών και που αποτελεί μέλος εφετείου. 2. στην αρχαία Aθήνα, μέλος δικαστηρίου που δίκαζε φόνους από αμέλεια.
[λόγ.: 2: αρχ. ἐφέτης· 1: μσν. σημ.· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εφετικός -ή -ό [efetikós] Ε1 : (στην αρχ. ελλην. γραμμ.) εφετικά ρήματα, ρήματα που δηλώνουν επιθυμία.
[λόγ. < ελνστ. ἐφετικός]



