Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4.209 εγγραφές [2311 - 2320] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξομοιώνω [eksomióno] -ομαι Ρ1 : 1.κάνω κπ. ή κτ. όμοιο με κπ. ή με κτ. άλλο, υπάγω στην ίδια κατηγορία: Tο νομοσχέδιο εξομοιώνει τους έκτακτους υπαλλήλους με τους μόνιμους. Έχουν εξομοιωθεί μισθολογικά οι δάσκαλοι με τους καθηγητές. 2. δέχομαι ή θεωρώ ότι κάποιος ή κτ. είναι όμοιος με κπ. ή με κτ. άλλο: Mην εξομοιώνεις ανόμοια πράγματα. Θεωρίες που εξομοιώνουν τον άνθρωπο με τα ζώα.
[λόγ. < αρχ. ἐξομοι(ῶ) -ώνω]
- εξομοίωση η [eksomíosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξομοιώ νω: ~ ανόμοιων πραγμάτων. Mισθολογική ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐξομοίω(σις) -ση]
- εξομοιωτής ο [eksomiotís] Ο7 : συσκευή με την οποία μπορούμε να αναπαραστήσουμε μια πραγματική λειτουργία: Ο ~ της πτήσης ενός αεροπλάνου / της πορείας μιας μοτοσικλέτας.
[λόγ. εξομοιω- (δες εξομοιώνω) -τής μτφρδ. αγγλ. simulator (πρβ. ελνστ. ἐξομοιωτικός `που προκαλεί εξομοίωση΄)]
- εξομολόγηση η [eksomolójisi] Ο33 : η ενέργεια του εξομολογούμαι. 1. εμπιστευτική γνωστοποίηση των σκέψεων: Aκούω την ~ κάποιου. Ερωτική ~. Yποκριτική ~. Kάνω ~ σε κπ., εμπιστεύομαι τα μυστικά μου. 2. (εκκλ.) μυστήριο κατά το οποίο ο χριστιανός λέει τα αμαρτήματά του σε κληρικό (πνευματικό), για να ζητήσει άφεση: H ~ μαζί με το βάπτισμα, το χρίσμα και τη θεία ευχαριστία, ανήκει στα υποχρεωτικά μυστήρια. Tο απόρρητο της εξομολόγησης.
[λόγ. < ελνστ. ἐξομολόγη(σις) -ση]
- εξομολογητήριο το [eksomolojitírio] Ο40 : κλειστός χώρος μέσα στον οποίο γίνεται συνήθ. η εξομολόγηση· ειδικότερα το έπιπλο που χρησιμοποιείται για τον ίδιο σκοπό από την καθολική εκκλησία.
[λόγ. εξομολογη- (εξομολογώ) -τήριον μτφρδ. γαλλ. confessional]
- εξομολογητής ο [eksomolojitís] Ο7 : αυτός που εξομολογεί.
[λόγ. εξομολογη- (εξομολογώ) -τής]
- εξομολογητικός -ή -ό [eksomolojitikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στην εξομολόγηση και ιδίως στην εμπιστευτική γνωστοποίηση των σκέψεων: Εξομολογητικό ύφος. 2. (εκκλ., ως ουσ.) η Εξομολογητική, θεολογικό μάθημα που αφορά το μυστήριο της εξομολόγησης.
εξομολογητικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1. [λόγ. εξομολογητ(ής) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἐξομολογητικός `ευγνώμονας΄)]
- εξομολόγος ο [eksomolóγos] Ο18 : κληρικός που έχει επίσημη εντολή να τελεί το μυστήριο της εξομολόγησης· πνευματικός.
[λόγ. εξομο(λογώ) -λόγος]
- εξομολογώ [eksomoloγó] -ούμαι Ρ10.9 & (προφ.) -ιέμαι Ρ10.1β : 1α.(για κληρικό) ακούω την αποκάλυψη των αμαρτημάτων ενός πιστού, την εξομολόγησή του: Φώναξαν τον παπά για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τον ετοιμοθάνατο άνθρωπο. β. (παθ. για χριστιανό) λέω τα αμαρτήματά μου σε κληρικό (πνευματικό), για να ζητήσω άφεση: Οι μελλοθάνατοι κομμουνιστές αρνήθηκαν να εξομολογηθούν και να κοινωνήσουν. Εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου, τις αναφέρω κατά την εξομολόγηση. Aμαρτία εξομολογημένη, μισή συγχωρεμένη. 2α. (οικ.) υποβάλλω κπ. σε άτυπη ανάκριση προσπαθώντας να μάθω από αυτόν κτ., να τον υποχρεώσω να μου φανερώσει ορισμένο μυστικό: Tον είχε σε μια γωνιά και τον εξομολογούσε. β. (παθ.) φανερώνω σε κπ. τις σκέψεις μου: Ο άρρωστος δέχτηκε να εξομολογηθεί στο γιατρό του. Tης εξομολογήθηκε τον έρωτά του.
[λόγ. < ελνστ. ἐξομολογῶ]
- εξόν [eksón] επίρρ. : (προφ., λαϊκότρ.) δηλώνει εξαίρεση· εκτός. 1. σε αρνητική πρόταση· εκτός από: Δεν έβλεπες τίποτε άλλο ~ από θάλασσα. Kανείς δεν ήξερε την ιστορία του ~ από μας / από τη γυναίκα του. 2. με πρόταση υποθετική ή χρονική της οποίας το νόημα ισχύει μόνο στην περίπτωση που θα συμβεί το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρόταση που προηγείται: Σίγουρα δε θα αργήσει, ~ κι αν βρήκε κανένα φίλο στο δρόμο, θα αργήσει μόνο αν βρει κανένα φίλο. Πάντα μας βοηθάει, ~ κι αν είναι κουρασμένος, δε μας βοηθάει μόνο στην περίπτωση που είναι κουρασμένος. Δεν τρώνε ποτέ κρέας, ~ όταν είναι Xριστούγεννα, τρώνε κρέας μόνο όταν είναι Xριστούγεννα.
[αρχ. ἐξόν `που επιτρέπεται, που είναι δυνατό΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]