Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.130 εγγραφές [1121 - 1130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βωμολοχία η [vomoloxía] Ο25 : (λόγ.) αισχρά, άσεμνα ή χυδαία λόγια, βρισιές: Aπαγορεύεται η ~. Ξεστόμισε ένα σωρό βωμολοχίες, που μ΄ έκα νε να κοκκινίσω από ντροπή.
[λόγ. < αρχ. βωμολοχία]
- βωμολόχος ο [vomolóxos] Ο18 θηλ. βωμολόχος [vomolóxos] Ο35 : (λόγ.) αυτός που εκστομίζει συχνά βωμολοχίες.
[λόγ. < αρχ. βωμολόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- βωμολοχώ [vomoloxó] Ρ10.9α : (λόγ.) εκστομίζω βωμολοχίες· αισχρολογώ.
[λόγ. < ελνστ. βωμολοχῶ]
- βωμός ο [vomós] Ο17 : 1. χαμηλό κτίσμα (συνήθ. τετράγωνο ή παραλληλεπίπεδο), πάνω στο οποίο γίνονταν θυσίες: Οι αρχαίοι Έλληνες θυσίαζαν ζώα στους βωμούς των θεών. ΦΡ θυσιάζω στο βωμό κάποιου κτ., υφίσταμαι μεγάλες στερήσεις, κάνω θυσίες, παραχωρήσεις για να πετύχω ένα σκοπό, μια σκοπιμότητα: Θυσιάστηκε στο βωμό της ελευθερίας / της δημοκρατίας / της πατρίδας. Θυσίασαν τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας. H ποιότητα της ζωής μας θυσιάστηκε στο βωμό του κέρδους. (έκφρ.) υπέρ βωμών και εστιών, για τα πιο ιερά, πολύτιμα πράγματα: Aγωνίστηκε / έπεσε υπέρ βωμών και εστιών. 2. οίκημα με παρόμοια λειτουργία και χρήση: Ο ~ της Περγάμου. 3. η Aγία Tράπεζα των χριστιανικών ναών.
[λόγ. < αρχ. βωμός]
- βωξίτης ο [voksítis] Ο10 : ιζηματογενές συμπαγές πέτρωμα κιτρινόλευκου χρώματος, από το οποίο παράγεται η αλουμίνα.
[λόγ. < γαλλ. baux(ite) -ίτης (ορθογρ. δαν.)]
- διβάρι το [δivári] & βιβάρι το [vivári] Ο44 : (λαϊκότρ.) ιχθυοτροφείο.
[βι-: μσν. βιβάρι(ον) < λατ. vivari(um) -ον· δι-: ανομ. [v-v > δ-v] ]
- εβδομάδα η [evδomáδa] Ο26 λόγ. γεν. και εβδομάδος & βδομάδα η [vδo máδa] Ο26 : 1.ο κύκλος των επτά συνεχόμενων ημερών (από την Kυρια κή ως το Σάββατο), του οποίου η διαδοχική επανάληψη, ανεξάρτητα από το σύστημα των μηνών και των ετών, διαιρεί το χρόνο σε ίσες περιόδους: H προηγούμενη / η επόμενη ~. Οι προσεχείς εβδομάδες. Θα επιστρέψω στο τέλος αυτής της εβδομάδας ή στις αρχές της άλλης. || (εκκλ.): Kαθαρή / Kαθαρά ~, η πρώτη εβδομάδα της Mεγάλης Σαρακοστής. Mεγάλη Εβδομάδα / η Εβδομάδα των (Aγίων) Παθών, η εβδομάδα πριν από την Kυριακή του Πάσχα. ΦΡ μεγάλη βδομάδα, για περίοδο αυστηρής δίαιτας ή έλλειψης καθημερινού φαγητού. ~ των παθών, για περίοδο βασανιστικών ενασχολήσεων, ταλαιπωριών. 2. το σύνολο των ημερών ή των ωρών εργασίας μέσα σε μία εβδομάδα: ~ πέντε ημερών, πενθήμερο. ~ σαράντα δύο / τριάντα πέντε ωρών. 3α. χρονικό διάστημα επτά ημερών, ανεξάρτητα από το ποια λογαριάζεται ως πρώτη: Θα επιστρέψω σε μια βδομάδα ή, το πολύ, σε δέκα μέρες. Σε δύο εβδομάδες από σήμερα. β. περίοδος αφιερωμένη σε μια δραστηριότητα που διαρκεί συνήθ. επτά ημέρες: Nαυτική ~.
[μσν. εβδομάδα < αρχ. ἑβδομάς, αιτ. -άδα· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- μπιγκόνια η [bigóna] & μπιγόνια η [biγóna] & βιγόνια η [viγóna] Ο25 : είδος καλλωπιστικών φυτών: Kόκκινη / ροζ ~, με κόκκινα / με ροζ άνθη.
[λόγ. συμφυρ. των νλατ. bi(gnonia) (ανθρωπων. Bignon, Γάλλος βιβλιοθηκάριος -ia) + (be)gonia (ανθρωπων. Begon, Γάλλος κυβερνήτης του Aγίου Δομινίκου -ia)· -γ-, β-: λόγ. επίδρ.]
- μπρατσέρα η [bratséra] & βρατσέρα η [vratséra] Ο25α : ιστιοφόρο με δύο κατάρτια και δύο πανιά σε σχήμα τραπεζίου.
[βεν. brazzera· λόγ. επίδρ.]
- σβουνιά η [zvuná] & βουνιά η [vuná] Ο24 : κοπριά βοοειδών και άλλων μεγάλων ζώων.
[βου-: ελνστ. βοών `στάβλος βοδιών΄ > βοωνία > βονία (αποφυγή της χασμ.) > βουνιά ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· σβου-: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-vu > tizvu > tis-zvu] ]