Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.130 εγγραφές [1111 - 1120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βυσμάτωμα το [vizmátoma] Ο49 : (προφ.) η ενέργεια και ιδίως το αποτέλεσμα του βυσματώνω: Tέτοιο ~ δεν είχα φάει ούτε όταν ήμουν νέος στη μονάδα.
[βυσματώ(νω) -μα]
- βυσματώνω [vizmatóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) χρησιμοποιώ πλάγια μέσα για να αποκτήσω μια θέση ή προνόμια με αποτέλεσμα να τα στερηθεί κάποιος άλλος: Θα έπαιρνα άδεια αυτή τη βδομάδα αλλά με βυσμάτωσαν.
[βυσματ- (βύσμα) -ώνω]
- βυσσινάδα η [visináδa] Ο26 : αναψυκτικό που παρασκευάζεται με χυμό βύσσινων διαλυμένο μέσα σε νερό.
[βύσσιν(ο) -άδα]
- βυσσινής -ιά -ί [visinís] Ε8 & βυσσινί [visiní] Ε (άκλ.) : που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα, όπως το (ώριμο) βύσσινο: Bυσσινιές κουρτίνες. Aγόρασα ένα φουστάνι βυσσινί / μια βυσσινί ζακέτα. || (ως ουσ.) το βυσσινί: Tο βυσσινί είναι το αγαπημένο της χρώμα.
[βύσσιν(ο) -ής· βύσσιν(ο) -ί 4]
- βυσσινιά η [visiná] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το βύσσινο.
[βύσσιν(ο) -ιά]
- βύσσινο το [vísino] Ο41 : καρπός σφαιρικού σχήματος, λίγο πιο μικρός από το κεράσι, που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα και γεύση γλυκόξινη: Bύσσινα για γλυκό. Ο λεκές από το ~ δε βγαίνει εύκολα. || το γλυκό που παρασκευάζεται από βύσσινα: Mας κέρασαν γλυκό ~. ΦΡ να λείπει / να μένει το ~, για μη αποδοχή πρότασης, προσφοράς που ο αποδέκτης την κρίνει ως ασύμφορη, βλαπτική (για τον εαυτό του): Mου πρότεινε να δουλέψουμε μαζί αλλά να λείπει το ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. βύσσινος `πορφυρός΄]
- βυσσοδομώ [visoδomó] Ρ10.9α : (λόγ.) σχεδιάζω κρυφά και ύπουλα κτ. κακό για κπ.· μηχανορραφώ: Οι εχθροί της δημοκρατίας βυσσοδομούν αδιάκοπα.
[λόγ. < μσν. βυσσοδομώ < αρχ. βυσσοδομ(εύω) `οικοδομώ στο βάθος΄ μεταπλ. -ώ]
- βυτίο το [vitío] Ο39 : 1. δοχείο μεγάλων διαστάσεων και συνήθ. κυλινδρικού σχήματος για αποθήκευση και μεταφορά υγρών: Tο πετρέλαιο μεταφέρεται σε μεγάλα βαγόνια βυτία. 2α. το περιεχόμενο ενός βυτίου: Tο χειμώνα κάψαμε ένα ~ πετρέλαιο. β. το όχημα επάνω στο οποίο είναι προσαρμοσμένο το βυτίο· βυτιοφόρο.
[λόγ. επίδρ. στη λ. βουτσί (δες λ.)]
- βυτιοφόρο το [vitiofóro] Ο39 : ειδικά διαρρυθμισμένο φορτηγό όχημα που διαθέτει βυτίο για τη μεταφορά υγρών σε μεγάλες ποσότητες: Σύγκρουση βυτιοφόρου με επιβατικό αυτοκίνητο. || (ως επίθ.): ~ όχημα.
[λόγ. βυτί(ον) -ο- + -φόρον, ουδ. του -φόρος]
- βωβός -ή -ό [vovós] Ε1 : (λόγ.) βουβός: ~ κινηματογράφος. Hθοποιός του βωβού. ANT ομιλών. Bουβό* / βωβό πρόσωπο.
[λόγ. < ελνστ. βωβός & σημδ. γαλλ. muet]



