Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.130 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.
[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]
- βάβα η [váva] Ο25α & βάβω η [vávo] Ο37α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γιαγιά.
[μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]
- βαβά το [vavá] Ο (άκλ.) : (παιδ.) πληγή, τραύμα, χτύπημα: Ο Γιωργάκης έχει ~ στο γόνατο. (έκφρ.) κάνω ~, χτυπώ. || πόνος.
[λ. νηπιακή]
- βαβούρα η [vavúra] Ο25α : (προφ.) ενοχλητικός θόρυβος, βοή, φασαρία: Πάμε να φύγουμε, εδώ έχει μεγάλη ~.
[μσν. βαβούρα, ηχομιμ., ίσως < ελνστ. βαβ(άζω) `φωνάζω΄ -ούρα (ηχομιμ., προφ. [bab] )]
- βαβυλωνία η [vavilonía] Ο25 : η κατάσταση που δημιουργείται, όταν πολλά άτομα μιλούν συγχρόνως και δυνατά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνεννοηθούν· χάβρα: Φώναζαν όλοι μαζί κι έγινε ~.
[λόγ. < ιταλ. Babilonia (στη νεότ. σημ.) < λατ. Babilonia με βάση το ελνστ. Βαβυλών `σύγχυση΄, αρχ. Βαβυλωνία `η χώρα της Βαβυλώνας΄]
- βαβυλωνιακός -ή -ό [vaviloniakós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στη Bαβυλώνα, στη Bαβυλωνία ή στους Bαβυλωνίους: Bαβυλωνιακή θρησκεία.
[λόγ. < αρχ. Bαβυλωνιακός]
- βαγγέλιο το [vangé
o] Ο39 : (προφ.) το ευαγγέλιο. [μσν. βαγγέλιο(ν) < ευαγγέλιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
- βαγενάς ο [vajenás] Ο1 : (λαϊκότρ.) βαρελάς, βαρελοποιός.
[βαγέν(ι) -άς]
- βαγένι το [vajéni] Ο44 : (λαϊκότρ.) ξύλινο βαρέλι για κρασί.
[μσν. βαγένι(ν) < σλαβ. vagan -ι με επίδρ. του μσν. λαγένα < λατ. lagena (δες στο λαγήνα)]
- βάγια τα [vája] Ο45 γεν. πληθ. βαΐων και (λογοτ., λαϊκότρ.) βαγιών : κλαδάκια από διάφορα φυτά ή δέντρα, κυρίως δάφνης ή φοίνικα, που μοιράζονται στους εκκλησιαζομένους την Kυριακή των Bαΐων: Φυλάξαμε τα ~ στα εικονίσματα. (λόγ.) ΦΡ μετά βαΐων και κλάδων, με ενθουσιασμό και με μεγαλοπρέπεια: Tον υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων.
[πληθ. του ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς `φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]



