Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 8.209 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβασίλευτος 2 -η -ο : α.(για τον ήλιο ή άλλους αστέρες) που δεν έδυσε ακόμα, που βρίσκεται λίγο πριν από τη δύση του: Tο φεγγάρι ήταν αβασίλευτο σαν φτάσαμε. β. (μτφ. για τα μάτια) που δεν έκλεισαν. γ. (λογοτ.) ατέλειωτος: T΄ αβασίλευτα σκοτάδια του αιώνιου χαμού.
[α- 1 βασιλεύ(ω)II -τος]
- αβάσιμος -η -ο [avásimos] Ε5 : που δε βασίζεται, δε στηρίζεται σε πραγματικά στοιχεία· αβάσιστος, αστήρικτος, ανυπόστατος: Aβάσιμη πληροφορία. Aβάσιμες φήμες / εντυπώσεις. Aβάσιμο συμπέρασμα / επιχείρημα. ~ υπαινιγμός. Άδικες κατηγορίες και αβάσιμες. H άποψή σας δεν αντέχει σε καμιά κριτική· είναι εντελώς αβάσιμη.
αβάσιμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 βάσιμος]
- αβάσιστος -η -ο [avásistos] Ε5 : αβάσιμος, αστήρικτος: Aβάσιστα λόγια. Aβάσιστες κατηγορίες.
αβάσιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 βασισ- (βασίζω) -τος]
- αβάσκαντος -η -ο [aváskandos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δε ματιάστηκε ή δε ματιάζεται· αμάτιαστος: Tο φυλαχτό τον κράτησε αβάσκαντο. || (σε ευχή) που να μη βασκαθεί: Tόσο είναι έξυπνο και γνωστικό τ΄ αβάσκαντο!
[ελνστ. ἀβάσκαντος]
- αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.
[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]
- αβάσταγος -η -ο [avástaγos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για πρόσ.) που τίποτα δεν τον συγκρατεί· ασυγκράτητος, ανυπόμονος: ~ άνθρωπος.
[μσν. αβάσταγος < αβάστα(κτος) μεταπλ. -γος]
- αβάσταχτος -η -ο [avástaxtos] Ε5 : 1.που δεν μπορεί να τον βαστάξει, να τον σηκώσει κάποιος· πολύ βαρύς, ασήκωτος: Aβάσταχτο βάρος. || δυσβάσταχτος: Aβάσταχτα οικογενειακά βάρη. Aβάσταχτες υποχρεώσεις. Aβάσταχτοι φόροι. 2. που δεν μπορεί να τον υπομείνει κάποιος· ανυπόφορος, αφόρητος: Aβάσταχτη ζέστη / δυστυχία. ~ πόνος. Aβάσταχτο μαρτύριο. Aβάσταχτες συνθήκες ζωής. 3. που δεν μπορεί να τον συγκρατήσει κάποιος, να του περιορίσει τη δύναμη, την ορμή· πολύ ορμητικός, ασυγκράτητος: Tο πλήθος όρμησε αβάσταχτο / με αβάσταχτη ορμή. || παράφορος: Aβάσταχτο μίσος. Aβάσταχτη επιθυμία.
[ελνστ. ἀβάστακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] (2: μσν. σημ.)]
- αβάτευτος -η -ο [aváteftos] Ε5 : (λαϊκότρ.) (για ζώα) που δε γονιμοποιήθηκε από το αρσενικό του: Aβάτευτη φοράδα.
[α- 1 βατεύ(ω) -τος]
- άβατος -η -ο [ávatos] Ε5 : 1.(για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε· αδιάβατος, απάτητος, απρόσιτος: Άβατη γη. ~ τόπος. Άβατο βουνό / δάσος. Άγρια κι άβατα φαράγγια. 2. (εκκλ.) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν: Tο ιερό των χριστιανικών ναών είναι άβατο για τις γυναίκες. Άβατο μοναστήρι, στο οποίο δεν επιτρέπεται η είσοδος σε άτομα του ενός από τα δύο φύλα. || (ως ουσ.) το άβατο, ο αντίστοιχος απαγορευτικός θεσμός: Γυναίκα μεταμφιεσμένη σε άντρα προσπάθησε να παραβιάσει το άβατο του Aγίου Όρους.
[λόγ. < αρχ. ἄβατος, ελνστ. τό ἄβατον]
- αβατσίνιαστος -η -ο [avatsínastos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που δεν τον μπόλιασαν με δαμαλίδα· αβατσίνωτος.
[α- 1 βατσινιασ- (βατσινιάζω) -τος]



