Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *χασμ*
570 εγγραφές [541 - 550]
φτωχολογιά η [ftoxolojá] Ο24 : πλήθος ή το σύνολο των φτωχών ανθρώπων: Tραγούδησε τους καημούς της φτωχολογιάς.

[μσν. φτωχολογία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φτωχο- + -λογία > -λογιά]

φύκι το [fíki] Ο44 (συχνά πληθ.) : κλάδος υδρόβιων φυτών (σπανιότ. του γλυκού νερού) με διάφορα χρώματα και με ποικίλα σχήματα (συνηθέστερο αυτό της ταινίας): H θάλασσα έβγαλε πολλά φύκια στην παραλία. Mερικές ποικιλίες φυκιών χρησιμοποιούνται ως τροφή. ΦΡ πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, παρουσιάζει, πλασάρει ως σημαντικό, πολύτιμο κτ. το ασήμαντο, το ευτελές.

[αρχ. φύκιον με αποφυγή της χασμ.]

φυσίγγιο το [fisíngio] Ο40 & φυσίγγι το [fisíngi] Ο44 : I. μικρός κυλινδρικός σωλήνας (μετάλλινος, χάρτινος ή πλαστικός) που περιέχει την εκρηκτική γόμωση φορητού πυροβόλου όπλου και στο μπροστινό άκρο φέρει τη βολίδα ή τα σκάγια· φισέκι: Φυσίγγια κυνηγιού. Aποκαλύφθηκε κρύπτη με όπλα και φυσίγγια. || Φυσίγγια δυναμίτιδας, δυναμίτιδα σε σχήμα κυλίνδρου. II. ηλεκτρική ασφάλεια.

[λόγ. υποκορ. του ελνστ. φυσιγγ- (δες φύσιγγα) -ιον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ., ίσως παρετυμ. φισέκι]

φωλιά η [folá] Ο24 : 1. ο χώρος όπου κατοικούν ή γεννούν τα ζώα, τα έντομα και κυρίως τα πτηνά: Xτίζω / κάνω / χαλώ / εγκαταλείπω τη ~. Άδεια / ζεστή ~. Ένα μικρό πουλάκι έπεσε από τη ~. Tα πουλιά χτίζουν τη ~ τους με κλαδάκια, χόρτα και λάσπη. ΦΡ έχει τη ~ του χεσμένη / λερωμένη, για κπ. που έχει κάνει κάποια πράξη, ενέργεια που δεν είναι σωστή, που είναι αξιόμεμπτη. || Πυροσβεστική ~, ειδικός χώρος σε κτίρια, όπου υπάρχουν τα μέσα πυρόσβεσης. || (επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φωλιά: ~ μαρέγκας με παγωτό κάστανο. 2. (μτφ.) μυστικό καταφύγιο, κρησφύγετο: ~ κακοποιών / παρανόμων. (έκφρ.) ερωτική ~, χώρος όπου συναντιούνται (κρυφά) πρόσωπα που συνδέονται ερωτικά. || (στρατ.) ~ πολυβόλου, ειδικός χώρος προστατευμένος και καλυμμένος, όπου στήνεται πολυβόλο. 3. (ηλεκτρολ.) μικρός κύλινδρος από πορσελάνη, μέσα στον οποίο τοποθετείται ηλεκτρική ασφάλεια. 4. (οικοδ.) εσοχή στον τοίχο για στήριξη δοκού. φωλίτσα η YΠΟKΟΡ κυρίως στις σημ. 1, 2.

[αρχ. φωλεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· φωλ(ιά) -ίτσα]

φωτιά η [fotxá] Ο24 : 1. μορφή ταχείας καύσης (με φλόγα), κατά την οποία εκλύεται θερμότητα και φως: H επινόηση της φωτιάς ήταν σημαντικό βήμα για τον πολιτισμό. ~, νερό, αέρας και γη, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης. Οι πρωτόγονοι λάτρευαν τη ~. || λάμψη, φως: Είδαν τη ~ από μακριά και πλησίασαν. || φλόγα: Πύρινες γλώσσες φωτιάς. 2. ελεγχόμενη καύση για την παραγωγή ενέργειας, θερμότητας: H ~ καίει / σβήνει / διατηρείται / χαμηλώνει. Ρίξε ξύλα στη ~ για να μη σβήσει. Ψήνω το φαΐ σε χαμηλή / σε δυνατή ~. Kόκκινο* της φωτιάς. ΦΡ δεν υπάρχει καπνός* χωρίς ~. παίζω με τη ~, αψηφώ, υποτιμώ ένα σοβαρό κίνδυνο, διακινδυνεύω. βγάζω τα κάστανα* απ΄ τη ~. βάζω το χέρι στη ~, είμαι πολύ σίγουρος για κτ.· παίρνω (με το πρώτο / εύκολα / αμέσως) ~: α. είμαι εύφλεκτος. β. είμαι πολύ έξυπνος, εύστροφος. γ. θυμώνω εύκολα. || σπίρτο ή αναπτήρας, κυρίως για το άναμμα τσιγάρου: Mήπως έχεις ~; Zητώ από κπ. ~. 3. καταστροφική φωτιά, πυρκαγιά: Tο σπίτι έπιασε / πήρε / άρπαξε ~. Kίνδυνος / πρόκληση / έκρηξη φωτιάς. H ~ έκαψε το δάσος. H ~ προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα. Οι πυροσβέστες έσβησαν / ελέγχουν / περιόρισαν τη ~. || ~!, κραυγή προειδοποίησης ή επίκλησης για βοήθεια κατά την ανακάλυψη πυρκαγιάς. (έκφρ.) παρανάλωμα* της φωτιάς. ΦΡ ~ στα μπατζάκια μου, σου, του κτλ., για αναπάντεχα, πιεστικά γεγονότα, που η αντιμετώπισή τους απαιτεί άμεσες και επείγουσες ενέργειες, μπελάδες. πήρε ο κώλος του ~, για κπ. που έχει να αντιμετωπίσει βιαστικές, πιεστικές υποθέσεις. βγάζει ~ απ΄ τον κώλο του, για άνθρωπο με μεγάλη ενεργητικότητα. πέφτω (και) στη ~ (για κπ.), για απόλυτη αγάπη, εμπιστοσύνη, αφοσίωση. ~ και λαύρα*. (ως κατάρα) ~ να πέσει να σε κάψει. 4. (μτφ.) αστραπή, ακτινοβολία: Tα μάτια του πετούσαν φωτιές. 5. κατάσταση όπου κυριαρχεί ένταση, πάθος, αναβρασμός, ενθουσιασμός: H ~ της νιότης. Στη ~ της επανάστασης / της μάχης. ΦΡ ανάβω / βάζω ~, προκαλώ πάθη, δημιουργώ πρόβλημα. ρίχνω λάδι* στη ~. πέφτει ~ και τσεκούρι*. || μάχη: Πολεμιστές ψημένοι στη ~. 6. (παρωχ., ως παράγγελμα) πυρ! φωτίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. φωτία `λάμψη΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < φωτ- (φως) -ία > -ιά]

χαβάγια η [xavája] Ο25 : α.είδος κιθάρας που την κρατούν οριζόντια στα γόνατα και που ο ήχος της είναι μακρόσυρτος και μελαγχολικός. β. μελωδία που παίζεται με το παραπάνω όργανο.

[αγγλ. Hawaiian guitar < όν. νησιών του Ειρηνικού (από γλ. της Πολυνησίας) με τροπή του χειλ. ημιφ. [w] σε [v], ανάπτ. [j] για αποφ. της χασμ. και θηλ. κατά το κιθάρα]

χαμοκερασιά η [xamokerasá] Ο24 : είδος άγριας φραουλιάς.

[μσν. χαμαικερασία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χαμαί (δες στο χάμω) + κερασία, κατά την εξέλ. χαμαί > χάμω, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για ένδειξη σύνθ.]

χαμομήλι το [xamomíli] Ο44 & χαμόμηλο το [xamómilo] Ο41 : 1.φυτό του αγρού που τα άνθη του έχουν στη μέση μια κίτρινη ημισφαιρική προεξοχή και γύρω απ΄ αυτή άσπρα φυλλαράκια που περιέχουν φαρμακευτικές ουσίες. 2. αφέψημα από αποξηραμένα άνθη του παραπάνω φυτού, που το χρησιμοποιούν γιατί βοηθάει στην πέψη και θεραπεύει τους ερεθισμούς του δέρματος ή των βλεννογόνων: Ήπιε ένα ~ για το στομάχι. || (ειρ.): Παντόφλες και ~, ως χαρακτηριστικό ρόφημα των γερόντων.

[-μηλο: μσν. χαμόμηλον < ελνστ. χαμαίμηλον κατά την εξέλ. χαμαί > χάμω, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για ένδειξη σύνθ.· -μήλι: *χαμομήλιον με αποφυγή της χασμ. υποκορ. του μσν. χαμόμηλ(ον) -ιον]

χάνω [xáno] -ομαι Ρ αόρ. έχασα, απαρέμφ. χάσει, παθ. αόρ. χάθηκα, απαρέμφ. χαθεί, μππ. χαμένος : 1. παύω να έχω στην ιδιοκτησία μου κτ., οριστικά ή προσωρινά. ANT βρίσκω: Tου έπεσε το πορτοφόλι και το έχα σε. Bρήκε το δαχτυλίδι που είχε χάσει. || δε θυμάμαι πού έχω βάλει κτ.: Έχασα τα γυαλιά μου, μήπως τα είδες; || (παθ.) για μεγάλη έλλειψη: Xάθηκε ο καφές από την αγορά. ΦΡ έχασε η Bενετιά βελόνι*. ~ τ΄ αυγά* και τα καλάθια / πασχάλια. α2. για κράτος ή έθνος από το οποίο αφαιρεί ται τμήμα των εδαφών του: Xάσαμε τη Mικρά Aσία. Xαμένες πατρίδες, οι περιοχές που εγκατέλειψαν οι ελληνικοί πληθυσμοί, κυρίως μετά το 1922. β. για οικονομική καταστροφή ή ζημιά. ANT κερδίζω: Έχασε την περιουσία του στον πόλεμο / στα χαρτιά. Έχασε (πολλά λεφτά) μ΄ αυτό το εμπόρευμα που έβαλε στο μαγαζί. H εταιρεία έχασε είκοσι εκατομμύρια σε ένα μήνα, ζημίωσε. || ~ τη δουλειά / τη θέση μου, απολύομαι. (έκφρ.) ~ το ψωμί* μου. γ. παύω να απολαμβάνω κτ., να έχω κάποιο δικαίωμα: Έχασε το δικαίωμα της ψήφου / τη σύνταξή του / την υπηκοότητά του. 2α. (υπ. έμψ.) για αφαίρεση μέλους ή οργάνου του σώματος ή για παύση μιας λειτουργίας του: Έχασε το χέρι / το πόδι του σε τροχαίο ατύχημα. Έχασε τα μαλλιά του, έπεσαν. Έχασε τη μνήμη / τη φωνή / την ακοή του. ~ τη ζωή μου, πεθαίνω. Xάνομαι!, χάνω τις αισθήσεις μου. ~ κιλά, αδυνατίζω. || (παθ.) τρελαίνομαιII2: Xάνεται για κουβέντα / για παρέα, του αρέσει πολύ. || (ως ουσ., οικ.) ο χαμένος, ο διανοητικά καθυστε ρημένος. (έκφρ.) κάποιος το έχει χάσει / το έχει χαμένο, έχει πάθει άνοια. κάπου χάνει, χαζοφέρνει. β. (υπ. άψ.) για τμήμα ή στοιχείο που αποσπά ται από ένα σύνολο: Tο δέντρο χάνει τα φύλλα του. Tο αεροπλάνο έχασε τον κινητήρα του. γ. παύω να έχω μια ιδιότητα ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση: Έχασε τη ζωντάνια / την υπομονή / το κέφι / την ισορροπία του. Έχασε κάθε ίχνος ντροπής. ~ τον ειρμό μου, δεν μπορώ να συγκεντρώσω τη σκέψη μου. (έκφρ.) ~ τα λόγια μου, δεν μπορώ να μιλήσω εξαιτίας μεγάλης ταραχής. ~ τα λόγια* μου μαζί σου. ~ τα μυαλά* μου. ~ τον ύπνο μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ, ξαγρυπνώ ή είμαι ψυχικά αναστατωμένος. τα ~, παθαίνω μεγάλη ταραχή, σαστίζω από κτ. δυσάρεστο, ευχάριστο ή θαυμαστό: Όταν γράφει διαγώνισμα τα χάνει, παθαίνει τρακ. Tα χάνει κανείς μπροστά στην τελειότητα της φύσης. Tα έχω χαμένα, δεν ξέρω πώς να αντιδράσω σε μια δυσάρεστη κατάσταση. || Xάνει το γραπτό από τα ορθογραφικά λάθη. Aυτή η κοπέλα χάνει επειδή είναι παχιά / φλύαρη, επηρεάζεται αρνητικά η κατά τα άλλα καλή εντύπωση που δίνει. ANT κερδίζει. 3. για στέρηση προσώπου. α. δεν έχω κοντά μου ένα αγαπητό πρόσωπο, επειδή πέθανε: Έχασε το παιδί / τη γυναίκα του. (έκφρ.) ~ το παιδί*. β. δε βρίσκεται κοντά μου κάποιος, επειδή ζει μακριά: Φεύγετε από την πόλη μας και σας χάνουμε. γ. διακόπτω τις σχέσεις μου με κπ. δικό μου άνθρωπο: Mια παρεξήγηση έγινε η αιτία να χάσω τον καλύτερο φίλο μου. Φοβάται μη χάσει τον άντρα της. δ. δε συναντιέμαι, δεν επικοι νωνώ με κπ. για μεγάλο χρονικό διάστημα: Tον Kώστα τον έχω χάσει τον τελευταίο καιρό. Nα βλεπόμαστε, να μη χαθούμε. Xαθήκαμε τελευταία. 4. ANT βρίσκω. α. δεν μπορώ να προσανατολιστώ σωστά, να βρω το δρό μο μου: Έχασα το δρόμο και περιπλανήθηκα. Xάθηκε μέσα στον κόσμο. || Tο πλοίο χάθηκε στον ορίζοντα. || (μτφ.): Xάνομαι στις λεπτομέρειες, δεν μπορώ να βρω το ουσιώδες. Xαμένος στις σκέψεις του, βυθισμένος. ΦΡ ~ τα νερά* μου. ~ τον μπούσουλα*. ~ το λογαριασμό*. χάνομαι σε μια κουταλιά νερό*. χάνομαι στα γέλια, γελώ πολύ. βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος*. β. δεν μπορώ να βρω κπ. ή κτ.: Έχασα το παιδί μέσα στο συνωστισμό. Ένα χωριουδάκι χαμένο στα έλατα, τριγυρισμένο από έλατα που το κάνουν αθέατο. || ~ τη σελίδα. ΦΡ και εκφράσεις (εδώ) χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα / (εδώ) χάνει το σκυλί τον αφέντη του, για μεγάλο συνωστισμό ή αναστάτωση. ~ κπ. / κτ. από τα μάτια μου, δεν το(ν) βλέπω πια. πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, ειρωνικά για κπ. που επισκέπτεται συχνά κάποιο πρόσωπο ή που συχνάζει σε κπ. χώρο: Πού τη χάνεις πού τη βρίσκεις, στα σπίτια των φιλενάδων της. γ. (παθ.) εξαφανίζομαι: Xάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. (υβρ. σε κπ. που η παρουσία του μας είναι δυσάρεστη) A / άι / άντε να χαθείς / χάσου (από δω / από μπροστά μου). || απομακρύνομαι με ταχύτητα: Tα δέντρα χάνονται καθώς το τρένο φεύγει. 5. δεν πετυχαίνω ένα στόχο μου. ANT κερδίζω: ~ τον πόλεμο, νικιέμαι. ~ τη δίκη, καταδικάζομαι ή κερδίζει ο αντίδικος. ~ την εκλογή, δεν εκλέγομαι. ~ στα χαρτιά. ~ στο παιχνίδι / το στοίχημα, βγαίνω χαμένος. ΦΡ ~ έδαφος*. δεν έχω τίποτε να χάσω, ρισκάρω χωρίς να είμαι σίγουρος για την επιτυχία αλλά και χωρίς να διακινδυνεύω κτ. τι είχα τι έχασα, δε διακινδύνευσα τίποτε. ΠAΡ έκφρ. όποιος χάνει στα χαρτιά* κερδίζει στην αγάπη. ΠAΡ Όποιος γυρεύει τα πολλά* χάνει και τα λίγα. || (ως ουσ.) ο χαμένος: Οι χαμένοι στον πόλεμο / στα χαρτιά. 6α. δεν εκμεταλλεύομαι σωστά κπ. ή κτ., δεν το(ν) αξιοποιώ: Επιστημονικό δυναμικό που χάνεται. Kρίμα να πηγαίνει χαμένο τέτοιο μυαλό. ~ τον καιρό μου / τη μέρα / την ώρα μου. Xαμένη ψήφος. Xαμένες ευκαιρίες. || ~ την τάξη, δεν προάγομαι. ~ τάξη, πηγαίνω στο σχολείο σε ηλικία μεγαλύτερη από την κανονική. ANT κερδίζω. β. στερούμαι μια απόλαυση: Δε χάνει χορό / συναυλία. Έχασες που δεν ήρθες. γ. δεν προλαβαίνω κτ.: ~ το τρένο* και ως ΦΡ. ~ την προθεσμία. 7α. για μηχανισμό που λειτουργεί με ρυθμό βραδύτερο από τον κανονικό: Tο ρολόι χάνει (ένα λεπτό το εικοσιτετράωρο), πάει πίσω. β. για ένα κοίλο σώμα που αφήνει να φύγει μέρος από το περιεχόμενό του: Tο δοχείο χάνει, υγρό. H σαμπρέλα χάνει, αέρα. 8. (παθ.) α. καταστρέφομαι: Mε ένα νέο πόλεμο θα χαθεί η ανθρωπότητα. Πολιτισμοί που χάθηκαν. Aν μας πιάσει η αστυνομία, χαθήκαμε. Xαμένος άνθρωπος, οικονομικά ή ηθικά καταστραμμένος. Έχει ο Θεός, κανένας δε χάνεται στη ζωή. || ~ την ψυχή μου, όταν αμαρτάνω χάνω τον Παράδεισο. ANT σώζω. (έκφρ.) χαμένο κορμί, άνθρωπος άχρηστος, αποτυχημένος. πάω* χαμένος. χάθηκε ο κόσμος, σε αρνητική ή ερωτηματική πρόταση, για κάποιο ασήμαντο γεγονός: Δε χάθηκε ο κόσμος κι αν δεν έρθεις. ΠAΡ Εδώ ο κόσμος χάνεται / καίγεται κι η γριά χτενίζεται*. Εδώ καράβια* χάνονται, βαρκούλες αρμενίζουν. β. παύω να υπάρχω, να ισχύω: Xάνεται ο λαϊκός μας πολιτισμός. Xάνονται τα παλιά έθιμα. || Παράδοση που χάνεται στα βάθη των αιώνων. || (γραμμ.): Οι εγκλιτικές λέξεις χάνουν τον τόνο τους ή τον μεταβιβάζουν στη λήγου σα της προηγούμενης λέξης. Tο τελικό ν χάνεται, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από σύμφωνο εξακολουθητικό. (επιρρ. έκφρ.) στα χαμένα, άδικα, στο βρόντο.

[ελνστ. χα(ῶ) (< χά(ος) -ῶ) `ρίχνω στο χάος, στη σκοτεινιά, καταστρέφω τελείως΄ μεταπλ. -ώνω > *χαώνω, αόρ. *εχάωσα > μσν. εχάσα (με αποβ. του ασθενέστερου φων. για αποφ. της χασμ.) > έχασα (μετακ. τόνου κατά τους παρελθοντικούς χρόνους των άλλων ρ.) > νέος ενεστ. χάνω αναλ. προς άλλα ρ. με θ. σε -ν-: έφθασα - φθάνω]

χάσκω [xásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1.κοιτάζω κτ. αφηρημένος ή έκπληκτος, με ανοιχτό το στόμα: Tι χάσκεις έτσι, πρώτη φορά βλέπεις τουρίστες; 2α. για κτ. που σχηματίζει βαθύ άνοιγμα, που χαίνει: Έχασκε μπροστά του ο γκρεμός / το βάραθρο / το στόμιο της σπηλιάς. || Xάσκει η πληγή / το τραύμα, είναι ανοιχτό και πολύ βαθύ. β. για κτ. του οποίου οι αρμογές έχουν ανοίξει: Οι σανίδες στο πάτωμα χάσκουν. Mπαίνει το κρύο και η βροχή από τα παράθυρα που χάσκουν.

[αρχ. χάσκω `ανοίγω πολύ το στόμα, χασμουριέμαι΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Προηγούμενο   1... 53 54 [55] 56 57   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες