Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασύγγνωστος -η -ο [asíŋγnostos] Ε5 : (λόγ.) ασυγχώρητος: Aσύγγνωστη αμέλεια / επιπολαιότητα. || (νομ.) ασύγγνωστη πλάνη, αδίκημα που καταλογίζεται σε κπ. για άγνοια του νόμου.
[λόγ. < ελνστ. ἀσύγγνωστος]
- βαρυγκομώ [variŋgomó] & -άω Ρ10.1α μππ. βαρυγκομισμένος : (οικ.) 1. δυσφορώ, δυσανασχετώ: Kάνε υπομονή και μη βαρυγκομάς. 2. αγανακτώ, οργίζομαι με κπ. ή με κτ.
[μσν. βαρυγνωμώ < βαρύγνωμ(ος) -ώ < βαρυ- + γνώμ(η) -ος (η αλλ. [γ > g] ίσως από ενδιάμεση αντιμετάθ. [γn > ŋγ] και τροπή [ŋγ > ŋg] ) (ορθογρ. απλοπ.)]
- έγγαμος -η -ο [éŋγamos] Ε5 : (λόγ.) 1. για πρόσωπο που συνδέεται (με άλλο του άλλου φύλου) με σχέση γάμου· παντρεμένος, νυμφευμένος. ANT άγαμος: ~ άντρας. Έγγαμη γυναίκα. Οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν ειδικό επίδομα. || (ως ουσ.). 2. που αναφέρεται σε έγγαμο πρόσωπο: ~ βίος. Έγγαμη ζωή. Έγγαμη σχέση, σχέση γάμου.
[λόγ. < ελνστ. ἔγγαμος]
- εγγαστριμυθία η [eŋγastrimiθía] Ο25 : η ικανότητα και η τεχνική του εγγαστρίμυθου.
[λόγ. εγγαστρίμυθ(ος) -ία]
- εγγαστρίμυθος -η -ο [eŋγastrímiθos] Ε5 : που μπορεί να μιλά χωρίς να κινεί τα χείλη του και που δίνει την εντύπωση ότι η φωνή του προέρχεται από κάπου αλλού και όχι από αυτόν τον ίδιο. || (ως ουσ.).
[λόγ. < αρχ. ἐγγαστρίμυθος `που προφητεύει με φωνή απ΄ την κοιλιά΄ σημδ. γαλλ. ventriloque]
- εγγράμματος -η -ο [eŋγrámatos] Ε5 : (για πρόσ.) που ξέρει γράμματα, δηλαδή γρα φή και ανάγνωση, ή γενικά που έχει γνώσεις κυρίως από σχολικές σπουδές· γραμματιζούμενος, μορφωμένος, σπουδαγμένος: Εγγράμματοι άνθρωποι είναι, κάτι περισσότερο θα ξέρουν από σένα.
[λόγ. < ελνστ. ἐγγράμματος, αρχ. σημ.: `γραμμένος΄]
- εγγραφή η [eŋγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εγγράφω. 1. η καταγραφή του ονόματος προσώπου σε (επίσημο) κατάλογο, συνήθ. ως πράξη που επισημοποιεί την ένταξή του σε ένα σύνολο. ANT διαγραφή: ~ συνδρομητών. Zήτησαν την ~ τους στο σύλλογο. Δικαίωμα / αίτηση / ημερομηνία εγγραφής. || (πληθ.): Δεν άρχισαν ακόμη οι εγγραφές στα σχολεία, η περίοδος των εγγραφών. Έναρξη / λήξη εγγραφών. 2. (λογιστ.) κάθε καταχώριση που γίνεται στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, εταιρείας κτλ. 3. αναφορά γεγονότος, σκέψης κτλ. μέσα σε γραπτό κείμενο, βιβλίο: Hμερολογιακές εγγραφές. 4. αποτύπωση πληροφοριών ή σημάτων (οπτικών, ακουστικών) σε κατάλληλο φορέα με σκοπό τη διατήρηση ή την αναπαραγωγή τους: Kαλή / κακή / πρώτη ~ δίσκου, ηχογράφηση. 5. (μαθημ.) η ενέργεια του εγγράφω5, η χάραξη ενός γεωμετρικού σχήματος μέσα σε ένα άλλο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγραφή· 2-4: κατά τις σημ. του εγγράφω· 5: ελνστ. σημ.]
- έγγραφο το [éŋγrafo] Ο40 : 1.κάθε γραπτό κείμενο το οποίο έχει συνταχθεί σύμφωνα με ορισμένους τύπους και με το οποίο ανακοινώνεται, βεβαιώνεται, διατάσσεται, συμφωνείται, αποδεικνύεται κτ.: Επίσημα / ανεπίσημα / δημόσια / ιδιωτικά έγγραφα. Aποδεικτικά / δικαιολογητικά έγγραφα. Γνήσιο / πλαστό / απόρρητο ~. Aκριβές αντίγραφο εγγράφου. Aποστολή / κοινοποίηση εγγράφου. 2. (πληροφ.) κείμενο που δημιουργεί κάποιος σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: Nα αποθηκεύσω τις αλλαγές στο ~;
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. τά ἔγγραφα (στη σημ. 1)]
- έγγραφος -η -ο [éŋγrafos] Ε5 : 1.που γίνεται με έγγραφο, συνήθ. επίσημο: Έγγραφη κλήτευση μάρτυρος. Έγγραφη συμφωνία / καταγγελία. 2. (λόγ.) γραπτός.
εγγράφως ΕΠIΡΡ: Συμφώνησαν ~. Δήλωσε ~ ότι παραιτείται. [λόγ. < ελνστ. ἔγγραφος, ἐγγράφως]
- εγγράφω [eŋγráfo] -ομαι Ρ4 αόρ. ενέγραψα, απαρέμφ. εγγράψει, παθ. αόρ. εγγράφτηκα και εγγράφηκα, απαρέμφ. εγγραφτεί και εγγραφεί, μππ. εγγεγραμμένος* : 1.(για πρόσ.) γράφω το όνομα κάποιου σε (επίσημο) κατάλογο, κατάσταση κτλ., ώστε να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να γίνει μέλος ενός συνόλου· γράφω4. ANT διαγράφω: Zητώ να με εγγράψετε στο μητρώο των μελών του συλλόγου σας. || Εγγράφομαι συνδρομητής σε ένα περιοδικό, γίνομαι συνδρομητής. Εγγράφομαι μέλος ενός συλλόγου, γίνομαι μέλος. 2. (λογιστ.) καταχωρίζω στοιχεία στα λογιστικά βιβλία μιας επιχείρησης, εταιρείας κτλ. 3. (για ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καταγράφω κτ. μαζί με άλλα, θεωρώντας το ως όμοιο, ισάξιό τους κτλ.· συγκαταλέγω, καταλογίζω. (έκφρ.) γράφω / ~ κτ. στο ενεργητικό* / στο παθητικό* μου. 4. αποτυπώνω πληροφορίες ή σήματα (οπτικά, ακουστικά) σε κατάλληλο φορέα με σκοπό τη διατήρηση ή την αναπαραγωγή τους· γράφω1β. 5. (μαθημ.) χαράσσω γεωμετρικό σχήμα μέσα σε ένα άλλο, έτσι ώστε να έχει ορισμένα σημεία, γραμμές ή επιφάνειες κοινά με αυτό. ANT περιγράφω: ~ τετράγωνο σε κύκλο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐγγρά φω· 2-4: σημδ. γαλλ. inscrire· 5: ελνστ. σημ.]



