Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -έ [é] : (προφ.) επίθημα άκλιτων λέξεων παράγωγων από ονόματα· χαρακτηρίζει τρόπο, συμπεριφορά, κατάσταση κτλ. με βάση τα στοιχεία ή την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αχούρι) αχουρέ, (γύφτος) γυφτέ, (κουρέλι) κουρελέ, (τζάμπα) τζαμπέ.
[λόγ. < γαλλ. επίθημα μετοχών & μετουσ. επιθέτων -é: αμπιγέ, ντεμοντέ < habillé, démodé και επέκτ. σε λέξεις όχι γαλλ. προέλ.: αγορ-έ, παντοφλ-έ, τσαμπ-έ]
- αγορέ [aγoré] επίρρ. : (για κορίτσι, γυναίκα) με τρόπο που μιμείται, που μοιάζει με αυτόν των αγοριών· (πρβ. αγορίστικα): Έχει τα μαλλιά της κομμένα ~. || (ως επίθ.): Nτύσιμο / στιλ ~.
[αγόρ(ι) -έ]
- μπουκλέ [buklé] Ε (άκλ.) : που μοιάζει με μπούκλες: Πλεκτό από ~ μαλλί. || (ως ουσ.): Φορούσε ένα ωραίο ~.
[μπούκλ(α) -έ]
- παντοφλέ [pandoflé] Ε (άκλ.) : τύπος υποδημάτων χωρίς κορδόνια και με χαμηλό τακούνι.
[παντόφλ(α) -έ]
- πετσετέ [petseté] Ε (άκλ.) : που έχει την υφή πετσέτας: ~ ύφασμα.
[πετσέτ(α) -έ]
- σαγρέ το [saγré] Ο (άκλ.) : είδος επιχρίσματος με κοκκώδη επιφάνεια. || (ως επίθ.): Tοίχος ~.
[τουρκ. sağrι `επεξεργασμένο δέρμα΄ με λόγ. προσαρμ. στο επίθημα -έ]
- στιλέ [stilé] Ε (άκλ.) : (προφ.) για κπ. ή για κτ. που έχει ένα στιλ πολύ τυπικό: Είναι πολύ ~, ντυμένος πάντοτε στην τρίχα και πολύ συντηρητικά. Έχει πολύ ~ ντύσιμο.
[στιλ -έ]
- τιγρέ [tiγré] Ε (άκλ.) : για κτ. που μοιάζει στο χρώμα με το τρίχωμα της τίγρης: ~ φόρεμα / φούστα.
[λόγ. < γαλλ. tigré < tigr(e) (< λατ. tigris < ελνστ. τίγρις) -é = -έ]