Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "σκάφος με μονομελές πλήρωμα, που"
1 εγγραφή
φιν το [fín] Ο (άκλ.) : μικρό, ελαφρό ιστιοφόρο σκάφος με μονομελές πλήρωμα, που χρησιμοποιείται σε ναυταθλητικούς αγώνες.

[λόγ. < γαλλ. finn (από τα σουηδικά)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες