Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χάβρα η [xávra] Ο25 : (οικ.) 1. η συναγωγή των Εβραίων. 2. (μτφ.) για συγκέντρωση όπου μιλούν όλοι μαζί, με αποτέλεσμα να μην ακούγεται κανένας· βαβυλωνία: Εδώ είναι ~ (των Εβραίων / των Iουδαίων). Δεν μπορείς να συνεννοηθείς μέσα σ΄ αυτή τη ~.
[τουρκ. havra]