Dictionary of Standard Modern Greek
6 items total [1 - 6] | << First < Previous Next > Last >> |
- ποπό [popó] & πόπο [pópo] επιφ. : (οικ.) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, φόβο, απορία: ~ τι πάθαμε!
[ηχομιμ. (πρβ. αρχ. πόποι)]
- ποπολάρος ο [popoláros] Ο18 : (λαϊκότρ., λογοτ.) άνθρωπος του λαού.
[ιταλ. popolar(e) -ος]
- πόπολο το [pópolo] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) ο λαός, ο όχλος.
[μσν. πόπολον < ιταλ. popolo]
- ποπός ο [popós] Ο17 : (παιδ., οικ.) κώλος, πισινός2α.
[λ. νηπιακή ποπό -ς]
- ποπουλισμός ο [populizmós] Ο17 : (προφ.) ο λαϊκισμός.
[λόγ. < αγγλ. populism κατά τη μορφή του λατ. ετύμου populus `λαός΄ (-ism = -ισμός)]
- ποπουλίστικος -η -ο [populístikos] Ε5 : (προφ.) ο λαϊκίστικος.
[ποπου λ(ισμός) -ίστικος (πρβ. αγγλ. populist `οπαδός του ποπουλισμού΄)]