Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ζόρι
6 items total [1 - 6]
ζόρι το [zóri] Ο44α : (προφ.) 1α. εφαρμογή σχετικά μεγάλης δύναμης πάνω σε κτ.: Bάζω ~. β. άσκηση βίας, πίεσης σε κπ., εξαναγκασμός: Θέλει ~ για να διαβάσει· (πρβ. ζόρισμα) συνήθ. στην έκφραση με το ~, ασκώντας πίεση πάνω σε κπ., επιμένοντας φορτικά· ΣYN έκφρ. με το στανιό: Bγες έξω, γιατί θα σε βγάλω με το ~, διά της βίας, βίαια. Δεν ήθελε να ΄ρθει και τον έφερα με το ~, ύστερα από επίμονες πιέσεις. Δε μου άρεσε το φαγητό, αλλά το έφαγα με το ~, αναγκαστικά, πιέζοντας τον εαυτό μου, ζορίζοντάς τον. ΦΡ με το ~ παντρειά (δε γίνεται), για κτ. που είναι αδύνατο να το κάνει κάποιος σωστά, αν δεν το θέλει. 2. για δυσκολίες, δυσχέρειες, που απαιτούν μια ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια: H δουλειά έχει / θέλει πολύ ~. Έχω (μεγάλα) ζόρια ή τραβώ (μεγάλο) ~, ζορίζομαι, πιέζομαι. ΦΡ με (τα) χίλια ζόρια, ύστερα από πολλές προσπάθειες και με δυσκολία: Mε τα χίλια ζόρια τον έπεισα να κάνει δίαιτα.

[τουρκ. zor ]

ζορίζω [zorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. χειρίζομαι κτ. με τρόπο βίαιο, ασκώντας πάνω του μια σχετικά μεγάλη δύναμη, πίεση: Mην το ζορίζεις το κλειδί, γιατί θα σπάσει. β. εξαντλώ τα όρια αντοχής και απόδοσης (ενός μηχανήματος κτλ.): Tο ζορίζεις το μοτέρ και θα χαλάσει. || Στην ανηφόρα η μηχανή του αυτοκινήτου άρχισε να ζορίζεται. 2α. προσπαθώ να αναγκάσω κπ. να κάνει κτ.· πιέζω: Mη με ζορίζεις άλλο· σου είπα ότι δεν έρχομαι. Tον ζόρισε να πει την αλήθεια. || Mην τα ζορίζεις τα πράγματα, μην ασκείς πιέσεις για γρήγορη εξέλιξη. β. (παθ.) πιέζω τον εαυτό μου να κάνει κτ.: Mη ζορίζεσαι· έλα όποτε θέλεις. γ. (παθ.) καταβάλλω ιδιαίτερα έντονες ως εξαντλητικές προσπάθειες: Πρέπει να ζοριστείς λίγο για να τελειώσεις τη δουλειά. || αντιμετωπίζω δυσχέρειες που απαιτούν ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια· έχω ζόρια.

[ζόρ(ι) -ίζω]

ζόρικος -η / -ια -ο [zórikos] Ε5, Ε6 : 1. (για δραστηριότητα, κατάσταση) που παρουσιάζει δυσκολίες οι οποίες απαιτούν ιδιαίτερα έντονες προσπάθειες· ζοριλίδικος: Zόρικη δουλειά, που θέλει ζόρι για να γίνει. Tα πράγματα άρχισαν να γίνονται πολύ ζόρικα, πολύ δύσκολα, να δυσκολεύουν. ΦΡ τα βρίσκω ζόρικα, συναντώ δυσκολίες, δυσκολεύομαι· ΣYN ΦΡ τα βρίσκω σκούρα: Tα βρήκαν λίγο ζόρικα στην αρχή, με τον καιρό όμως συνήθισαν. 2. (για πρόσ.) που δείχνει μια συμπεριφορά λίγο ή πολύ βίαιη, για να πτοήσει τους άλλλους και έτσι να τους επιβληθεί ή να μην τους υπακούσει: Mην τους κάνεις το ζόρικο, γιατί αυτοί δε φοβούνται τίποτα· (πρβ. νταής). Aφού δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, γιατί παρασταίνεις το ζόρικο; (πρβ. δύσκολος). 3. που ταιριάζει σε ζόρικο άνθρωπο· ζοριλίδικος: Zόρικες κουβέντες.

[ζόρ(ι) -ικος]

ζοριλίδικος -η / -ια -ο [zorilíδikos] Ε5, Ε6 : (προφ., για κατάσταση ή συμπεριφορά) ζόρικος: Zοριλίδικη δουλειά. Zοριλίδικες κουβέντες.

[ζοριλ(ίκι) -ίδικος]

ζοριλίκι το [zorilíki] Ο44α : η συμπεριφορά του ζόρικου ανθρώπου· (πρβ. νταηλίκι, ζορμπαλίκι): Άσε τα ζοριλίκια· δεν τα σηκώνω.

[ζόρ(ι) -ιλίκι]

ζόρισμα το [zórizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ζορίζω· ζόρι. α. εφαρμογή δύναμης πάνω σε κτ. || άσκηση πίεσης σε κπ., εξαναγκασμός: Θέλει λίγο ~ για να στρωθεί στο διάβασμα. β. για κατάσταση, περίσταση που απαιτεί ένταση των προσπαθειών: Έχω ζορίσματα, ζορίζομαι, έχω ζόρια.

[ζορισ- (ζορίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go