Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 112 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κολόβωμα το [kolóvoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολοβώνω. || (ιατρ.) το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει ύστερα από ακρωτηριασμό ή εκτομή.
[κολοβώ(νω) -μα]
- κολοβώνω [kolovóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) κάνω κτ. κολοβό, αφαιρώ από κτ. ένα τμήμα, συνήθ. το τελευταίο, κυρίως στη μππ.: Kολοβωμένο ποίημα. Παρέδωσε τα σχέδια κολοβωμένα. || Kολοβωμένο άγαλμα, που του λείπουν τα άκρα.
[μσν. κολοβώνω < αρχ. κολοβ(ῶ) -ώνω]
- κολοκοτρωναίικος -η -ο [kolokotronéikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Kολοκοτρώνη. || ~ σουγιάς, είδος σουγιά με ξύλινη λαβή και καμπυλωτή λεπίδα: Έγινε σαν ~ σουγιάς, καμπούριασε, πιάστηκε, στράβωσε.
[Kολοκοτρωναί(οι) (πληθ. του Κολοκοτρώνης) -ικος]
- κολοκοτρώνης ο [kolokotrónis] Ο10 : (παρωχ.) είδος σουγιά.
[< κολοκοτρωναίικος κατά την ετυμ. βάση Κολοκοτρώνης]
- κολοκύθα η [kolokíθa] Ο25α : 1. μεγάλο κολοκύθι. 2. νεροκολοκύθα.
[μσν. κολοκύθα < κολοκύθ(ι) μεγεθ. -α]
- κολοκύθας ο [kolokíθas] Ο3 : (προφ.) άνθρωπος ανόητος και ελαφρόμυαλος.
[κολοκύθ(α) -ας]
- κολοκυθένιος -α -ο [kolokiθé
os] Ε4 : που είναι φτιαγμένος με κολοκύθια: Kολοκυθένια πίτα, κολοκυθόπιτα. [κολοκύθ(ι) -ένιος]
- κολοκύθι το [kolokíθi] Ο44 : 1. ο καρπός της κολοκυθιάς, το κολοκυθάκι2: Έχει ένα κεφάλι σαν ~, μεγάλο και κακοσχηματισμένο. || Tο καρπούζι βγήκε ~, άγουρο και άνοστο. 2. (μτφ., προφ.) για ευτελές συνήθ. αντικείμενο, το οποίο δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να κατονομάσουμε: Ό,τι ~ βρει το αγοράζει. ΦΡ κολοκύθια! / κολοκύθια με τη ρίγανη / κολοκύθια στο πάτερο / κολοκύθια τούμπανα, για λόγια ανόητα, για απόψεις αστήριχτες, για ισχυρισμούς αβάσιμους. ΠAΡ Ο ποντικός* στην τρύπα δε χωρεί και κολοκύθια κουβαλεί.
κολοκυθάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κολοκύθι. 2. ο καρπός της κολοκυθιάς: Kολοκυθάκια με το κρέας. Kολοκυθάκια βραστά / τηγανητά / γεμιστά. κολοκύθα* η MΕΓΕΘ. [μσν. κολοκύθι < κολοκύνθιν με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] < αρχ. κολοκύνθιον υποκορ. του κολοκύνθη]
- κολοκυθιά η [kolokiθ
á] Ο24 : 1. ποώδες αναρριχητικό φυτό με έλικες και μεγάλα κίτρινα άνθη. 2. παιδικό παιχνίδι. ΦΡ την ~ θα παίξουμε τώρα;, για να δηλώσει τη δυσφορία του ομιλητή για μια συζήτηση που περιστρέφεται γύρω από το ίδιο θέμα, χωρίς να καταλήγει πουθενά ή για ανόητο και άχρηστο παζάρεμα. [μσν. κολοκυθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κολοκυνθέα (κατά το κολοκύθι) < κολοκύνθ(ιν) -έα > -ιά]
- κολοκυθοκορφάδα η [kolokiθokorfáδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : οι τρυφεροί βλαστοί και τα άνθη της κολοκυθιάς.
[κολοκύθ(ι) -ο- + κορφάδα]



