Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο8 (γανωματής, γανωματή, γανωματήδες)
117 εγγραφές [1 - 10]
αβτζής ο [avdzís] Ο8 : (παρωχ., λαϊκότρ.) κυνηγός, καλός σκοπευτής.

[τουρκ. avcι ]

αεριτζής ο [aeridzís] Ο8 θηλ. αεριτζού [aeridzú] Ο37 : 1.αυτός που παίρνει μέρος σε χαρτοπαικτικά παιχνίδια για λογαριασμό τρίτου (π.χ. χαρτοπαικτικής λέσχης) ή εικονικά για να παρασύρει άλλους· αβανταδόρος. 2. αυτός που συμμετέχει σε ύποπτες κερδοσκοπικές δραστηριότητες χωρίς να έχει και να διαθέτει δικό του κεφάλαιο: Aεριτζήδες και μικροαπατεώνες, πουλούν σε τιμές ευκαιρίας εκτάσεις που δεν τους ανήκουν.

[αέρ(ας) -ιτζής· αεριτζ(ής) -ού]

αμακατζής ο [amakadzís] Ο8 θηλ. αμακατζού [amakadzú] Ο37 : (λαϊκ.) ο τρακαδόρος· αμακαδόρος.

[αμάκ(α) -ατζής· αμακατζ(ής) -ού]

ανταλής ο [andalís] Ο8 : (λαϊκότρ.) νησιώτης, ιδίως αυτός που κατάγεται από τα νησιά του ανατολικού Aιγαίου ή της Προποντίδας.

[τουρκ. adalι (ada `νησί΄)]

αραμπατζής ο [arabadzís] Ο8 : επαγγελματίας οδηγός αραμπά. || (σπάν.) αμαξάς.

[τουρκ. arabacι ]

ασπριτζής ο [aspridzís] Ο8 : (οικ.) τεχνίτης που κάνει υδροχρωματισμούς ή και ελαιοχρωματισμούς.

[ασπρ(ίζω) -ιτζής]

ατζαμής ο [adzamís] Ο8 θηλ. ατζαμού [adzamú] Ο37 : (οικ.) για πρόσωπο που δεν ξέρει ή που δεν κάνει καλά την τέχνη του, το επάγγελμά του ή άλλη ασχολία· αδέξιος: Πήγα στο ράφτη, αλλά έπεσα σε ατζαμή. || (ως επίθ.): ~ ράφτης / μαραγκός / γιατρός. Είναι ~ στο τάβλι.

[τουρκ. acami < acemi (από τα αραβ.) -ς· ατζαμ(ής) -ού]

βαλής ο [valís] Ο8 : διοικητής τουρκικής επαρχίας στην Οθωμανική Aυτοκρατορία, αντίστοιχος του νομάρχη.

[τουρκ. vāli < αραβ. walīy]

βιολιτζής ο [vjolidzís] Ο8 : (λαϊκότρ.) λαϊκός μουσικός που παίζει βιολί. ΦΡ βαράτε βιολιτζήδες, για έκφραση πλήρους αδιαφορίας.

[βιολ(ί) -ιτζής]

γανωματής ο [γanomatís] Ο8 : αυτός που έχει ως επάγγελμα το γάνωμα των χάλκινων σκευών· γανωτής.

[γανωματ- (γάνωμα) -ής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...12   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες