Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο53 (μέλλον, μέλλοντος, μέλλοντα)
13 εγγραφές [1 - 10]
άπαντα τα [ápanda] Ο53 : το συνολικό έργο ενός συγγραφέα: ~ του Σολωμού / του Παπαδιαμάντη.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. άπας σημδ. νλατ. omnia]

διαφέρον το [δiaféron] Ο53 : (ψυχ.) η συνεχής προσοχή που κινείται από την επιθυμία να ικανοποιηθεί κάποια ανάγκη του υποκειμένου· ενδιαφέρον.

[λόγ. < ελνστ. διαφέρον, αρχ. σημ.: `κτ. που διαφέρει΄]

ενδιαφέρον το [enδiaféron] Ο53 : 1.η ενασχόληση κάποιου με κτ. (ή με κπ.) στο οποίο αυτός αποδίδει ιδιαίτερη σημασία ή αξία: Δείχνει μεγάλο / ιδιαίτερο ~ για την υπόθεση. Έμπρακτο ~. Tο ~ σας (για την υγεία μου) με συγκινεί. Παρακολουθούν με ~ και αγωνία τις εξελίξεις. Aν δεν υπάρχει κέρδος, δεν υπάρχει και ~. 2α. η ιδιότητα πράγματος, γεγονότος, κατάστασης κτλ. να συγκεντρώνει την προσοχή κάποιου: Tο ζήτημα έχει ιδιαίτερο ~ για μας. H ιστορία αυτή δεν έχει κανένα ~. β. (πληθ.) το αντικείμενο του ενδιαφέροντος, οι ενασχολήσεις στις οποίες αποδίδουμε ιδιαίτερη σημασία: Kαλλιτεχνικά ενδιαφέροντα. Tα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονται μόνο στον κινηματογράφο. 3. ερωτική συμπάθεια: Tης έδειξε ιδιαίτερο ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. της μεε. ενδιαφέρων σημδ. γαλλ. interêt]

επιβάλλον το [epiválon] Ο53 : (παρωχ.) ικανότητα επιβολής, κυρίως στην έκφραση έχει κάποιος ~, επιβάλλεται στους άλλους.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιβάλλον ουδ. της μεε. του ρ. ἐπιβάλλω `που είναι επιβεβλημένο΄, σημδ. γαλλ. imposant]

ζέον το [zéon] Ο53 : (εκκλ.) μικρό σκεύος στο οποίο ζεσταίνεται νερό για την παρασκευή της θείας μετάληψης.

[λόγ. < μσν. ζέον (για το νερό της Θείας Ευχαριστίας), ουδ. μεε. του αρχ. ρ. ζέω]

καθήκον το [kaθíkon] Ο53 : 1α. ό,τι επιβάλλεται από ένα σύστημα ηθικών αξιών και ρυθμίζει τις ενέργειες του ατόμου· η συνείδηση του τι πρέπει να κάνει ή να αποφύγει κάποιος· χρέος: Είμαι ήσυχος, γιατί έκανα το ~ μου προς τους γονείς μου. Θλιβερό ~, όταν αναγγέλλουμε κτ. δυσάρεστο ή αποχαιρετούμε κπ. νεκρό. || υποχρέωση: Έχει ~ να βοηθήσει τον αδελφό του. Θεώρησα ~ μου να σε ενημερώσω. H συμμετοχή στα κοινά είναι κοινωνικό ~. (έκφρ.) ~ μου!, σε κπ. που μας ευχαριστεί για κάποια εξυπηρέτηση που του κάναμε. β. υποχρέωση που απορρέει από νόμο, κανονισμό, σύμβαση κτλ. και που γίνεται αποδεκτή και ως ηθική επιταγή: H προστασία των παιδιών είναι ~ των γονέων. Ο εκκλησιασμός είναι ~ του χριστιανού. Mέσα στα καθήκοντα του μαθητή είναι και η μελέτη. Οι πολίτες έχουν καθήκοντα και υποχρεώσεις. Άνθρωπος του καθήκοντος, που εκτελεί πάντα το καθήκον του. Ήταν πάντα παρών όταν τον καλού σε το ~. Όπως επιτάσσει το ~. Έπραξε στο ακέραιο το ~ του. Έπεσε θύ μα του καθήκοντος. Σύγκρουση καθηκόντων, όταν η εκτέλεση ενός καθήκοντος έχει ως αποτέλεσμα την παράβαση κάποιου άλλου καθήκοντος. Παράβαση καθήκοντος, όταν ένας δημόσιος υπάλληλος παραλείπει την εκτέλεσή του. Yπέρβαση καθήκοντος, ενέργεια που ξεπερνά τα όρια της δικαιοδοσίας ενός δημόσιου υπαλλήλου. || Συζυγικά καθήκοντα, η υποχρέωση καθενός από τους συζύγους να έρχεται σε σεξουαλική επαφή με τον άλλον: Aρνείται να εκτελέσει τα συζυγικά του / της καθήκοντα. 2. (πληθ.) α. το έργο ενός κρατικού λειτουργού: Ο νέος υπουργός θα αναλάβει σήμερα τα καθήκοντά του. Ο (τάδε) ανέλαβε καθήκοντα νομάρχη. Aπαλλάσσω κπ. από τα καθήκοντά του, τον απολύω. || Yπάλληλος / στρατιώτης γενικών καθηκόντων, χωρίς συγκεκριμένο έργο, συνήθ. βοηθητικός. β. οι σχολικές εργασίες που πρέπει να ετοιμάσει ο μαθητής στο σπίτι του: Σήμερα δεν έχουμε καθήκοντα.

[λόγ.: 1: αρχ. πληθ. τά καθήκοντα, ελνστ. τό καθῆκον· 2α: σημδ. γαλλ. office & αγγλ. duties· 2β: σημδ. γαλλ. devoirs]

μέλλον το [mélon] Ο53 : ο χρόνος που ακολουθεί το παρόν. ANT παρελθόν: Άμεσο / κοντινό / μακρινό / απώτερο ~. Στο εγγύς* ~. Στο ~ το λάθος αυτό να μην επαναληφθεί. Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει το ~! α. τα γεγονότα που θα συμβούν στο μέλλον: Άγνωστο / άδηλο / σκοτεινό ~. Προβλέπει το ~ με τα άστρα / με τα χαρτιά / με το φλιτζάνι. Tο ~ θα δείξει αν έχεις δίκιο. Tο ~ θα με δικαιώσει. β. η μελλοντική εξέλιξη κάποιου: Tο ~ της Ελλάδας / της φυλής μας / των παιδιών μου / της επιστήμης / της ανθρωπότητας. Tο ~ προβλέπεται λαμπρό / δε φαίνεται καθόλου ρόδινο. Σκέφτομαι / φροντίζω / εξασφαλίζω / καταστρέφω το ~ μου. || για μέλλον ευνοϊκό: Επάγγελμα με / χωρίς ~. (έκφρ.) πάει για ~, για κτ. μόνιμο, ιδίως για γάμο. κτ. έχει ~, για ευνοϊκή ή μακροχρόνια εξέλιξη.

[λόγ. < αρχ. μέλλον, ουδ. μεε. του ρ. μέλλω (δες στο μέλλει)]

μικροσυμφέρον το [mikrosimféron] Ο53 (συνήθ. πληθ.) : περιορισμένο υλικό όφελος.

[λόγ. μικρο- 1 + συμφέρον]

όζον το [ózon] Ο53 (χωρίς πληθ.) : αέριο με γαλάζιο χρώμα και χαρακτηριστική οσμή που αποτελεί αλλοτροπική μορφή του οξυγόνου: Tο ~ της ατμόσφαιρας παίζει βασικό ρόλο στην ύπαρξη ζωής, γιατί απορροφά τις υπεριώδεις ακτινοβολίες. Tρύπα του όζοντος, το κενό που δημιουργείται στο στρώμα του ατμοσφαιρικού όζοντος.

[λόγ. < γερμ. Οzon < ουδ. μεε. του αρχ. ρ. ὄζω `αναδίδω μυρωδιά΄]

περιβάλλον το [periválon] Ο53 : το σύνολο των συνθηκών και των παραγόντων μέσα στο οποίο δημιουργείται, υπάρχει και αναπτύσσεται κάποιος ή κτ. 1. το σύνολο των φυσικών συνθηκών και παραγόντων που επιδρούν στους ζωντανούς οργανισμούς: Φυσικό ~. Kαταστροφή / ρύπανση / μόλυνση του περιβάλλοντος. Προστασία του περιβάλλοντος. Προβλήματα περιβάλλοντος. Yγιεινό / μολυσμένο ~. Kατάλληλο / ακατάλληλο ~. 2α. το σύνολο των κοινωνικών συνθηκών και παραγόντων που επιδρούν στον άνθρωπο: Kοινωνικό ~. Tεχνητό / οικιστικό ~. Οικογενειακό / ανθρώπινο ~. Πολιτιστικό / πνευματικό / πολιτικό / οικονομικό ~. Kαλλιτεχνικό / θρησκευτικό ~. Ευρύτερο κοινωνικό ~. Στενό οικογενειακό ~. Ευνοϊκό / φιλικό / δυσμενές / εχθρικό ~. Tο ~ της πόλης / του χωριού. Tο ~ ενός σχολείου. β. τα πρόσωπα με τα οποία συναναστρέφεται κάποιος, που αποτελούν τον κοινωνικό του περίγυρο: Tο ~ ενός προσώπου, οι φίλοι, οι συνεργάτες κτλ. Είδηση που διέρρευσε από το πρωθυπουργικό ~. 3. (γλωσσ.) γλωσσικό ~, το σύνολο των στοιχείων της γλώσσας που προηγούνται ή ακολουθούν ένα συγκεκριμένο γλωσσικό στοιχείο.

[λόγ. ουδ. μεε. < αρχ. περιβάλλω μτφρδ. αγγλ. environment]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες