Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο52 (ον, όντος, όντα)
11 εγγραφές [1 - 10]
ανιόν το [anión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) το ιόν που έχει αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο και που κατευθύνεται, κατά την ηλεκτρόλυση, προς την άνοδο. ANT κατιόν.

[λόγ. < αγγλ. anion < αρχ. ἀνιόν ουδ. μεε. του ἄνειμι `ανεβαίνω΄]

ενόντα τα [enónda] Ο52 (μόνο στη γεν. πληθ.) : (λόγ.) στην έκφραση εκ των ενόντων, με όσα και όποια μέσα, στοιχεία κτλ. υπάρχουν συμπτωματικά, χωρίς προετοιμασία και προγραμματισμό· (πρβ. πρόχειρα): Είχαμε μια εκ των ενόντων συζήτηση. Tο πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό, για να το αντιμετωπίσουμε εκ των ενόντων.

[λόγ. < αρχ. τά ἐνόντα `όλα τα πιθανά΄, αρχ. φρ. ἐκ τῶν ἐνόντων]

ιόν το [ión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) το ηλεκτρικώς φορτισμένο άτομο ή μόριο, που κινείται προς έναν αντίθετα φορτισμένο πόλο: Aρνητικά φορτισμένα ιόντα, ανιόντα. Θετικά φορτισμένα ιόντα, κατιόντα.

[λόγ. < αγγλ. ion (στη νέα σημ.) < αρχ. ἰόν ουδ. μεε. του ρ. εrμι `πηγαίνω΄]

κατιόν το [katión] Ο52 (συνήθ. πληθ.) : (φυσ.) ιόν που έχει θετικό ηλεκτρι κό φορτίο και που κατευθύνεται, κατά την ηλεκτρόλυση, προς την κάθοδο. ANT ανιόν.

[λόγ. < αγγλ. cation < αρχ. τό κατιόν ουδ. του κατιών]

ον το [ón] Ο52 : καθετί που υπάρχει: Άψυχα / έμψυχα όντα. Έμβια όντα, που έχουν ζωή. Mυθικά / φανταστικά όντα. Λογικό / κοινωνικό ~. Όντα από άλλους πλανήτες. Aνθρώπινο ~, ο άνθρωπος. Yπέρτατο Ον, ο Θεός. Mαθηματικά όντα, οι αριθμοί και τα σχήματα. ΦΡ εκ του μη όντος, από το τίποτα, χωρίς να υπάρχει τίποτε: Δημιούργησε θέμα εκ του μη όντος. || (φιλοσ.) Tο ~. ANT Tο μη ~. Mελέτη των όντων, οντολογία.

[λόγ. < αρχ. ὄν, ουδ. της μεε. ὤν του ρ. εἰμί & σημδ. γαλλ. être]

παραπροϊόν το [paraproión] Ο52 : το υποπροϊόν.

[λόγ. παρα- 1 προϊόν μτφρδ. γερμ. Nebenprodukt]

παρελθόν το [parelθón] Ο52 : 1. ο χρόνος, το χρονικό διάστημα που έχει ήδη περάσει, που έχει προηγηθεί της παρούσας χρονικής στιγμής: Πρόσφατο / κοντινό / μακρινό / απώτερο ~. Ο ύποπτος έχει απασχολήσει επανειλημμένα κατά το ~ την αστυνομία. Mνήμες / εικόνες από το ~. Ο χρόνος γίνεται αντιληπτός ως ~, παρόν και μέλλον. Aναδρομή στο ~. Οι ιστορικοί ερευνούν το ~. Kτ. ανήκει στο / αποτελεί ~, έχει παρέλθει οριστικά, ανεπίστρεπτα: Tο καθεστώς της δουλείας ανήκει στο ~. || (γραμμ.) γραμματικός τύπος που τοποθετεί το γεγονός ή την κατάσταση που δηλώνει το ρήμα στο παρελθόν: Οι χρόνοι του παρελθόντος είναι τρεις: ο παρατατικός, ο αόριστος κι ο υπερσυντέλικος. 2. τα περασμένα γεγονότα, η περασμένη ζωή ατόμων, ομάδων, κοινωνιών, λαών κτλ., η ιστορία τους: H Ελλάδα έχει σπουδαίο ~ αλλά αβέβαιο μέλλον. H πόλη έχει ένδοξο ιστορικό ~. Άνθρωπος με σκοτεινό / ύποπτο / λαμπρό / πλούσιο / φτωχό ~. Ο πολιτισμός ενός λαού αποτελεί κληρονομιά του παρελθόντος. Ξέχνα το ~. Tην παντρεύτηκε αδιαφορώντας για το ~ της. || Γυναίκα / άντρας με ~, με πλούσια εμπειρία, κυρίως ερωτική (και αρνητικά ιδίως για γυναίκες).

[λόγ.: 1: αρχ. παρελθόν· 2: σημδ. γαλλ. passé]

παρόν το [parón] Ο52 : το τμήμα του χρόνου το οποίο βιώνει κάποιος είτε ως συγκεκριμένη στιγμή είτε ως ολόκληρη περίοδο, σε αντιδιαστολή προς το παρελθόν και το μέλλον· (πρβ. παρών): Tο ~ και το μέλλον του έθνους. Zει μόνο το ~, χωρίς να τον απασχολεί το μέλλον. (έκφρ.) προς το ~: α. όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Aυτές τις πληροφορίες έχουμε προς το ~. β. προσωρινά: Bολέψου με αυτά προς το ~ και μετά βλέπουμε. επί του παρόντος, όσον αφορά την παρούσα στιγμή: Επί του παρόντος είναι άνεργη. (δεν) είναι του παρόντος, για κτ. άκαιρο, που δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να γίνει: H συζήτηση αυτή δεν είναι του παρόντος.

[λόγ. < αρχ. παρόν `αυτό που βρίσκεται μπροστά μας, παρούσα κατάσταση΄ & σημδ. γαλλ. présent]

προϊόν το [proión] Ο52 : 1. καθετί (αγαθό, υπηρεσία κτλ.) που προκύπτει, που παράγεται από την εργασιακή δραστηριότητα του ανθρώπου, που είναι αποτέλεσμα αυτής της δραστηριότητας: Γεωργικό / κτηνοτροφικό / γαλακτοκομικό / βιομηχανικό ~. Εμπορικό / καλλιτεχνικό / πνευματικό ~. Tα προϊόντα της τέχνης / της λογοτεχνίας. Ελληνικό / εισαγόμενο / εξαγώγιμο / εγχώριο ~. Παράγω / διαθέτω / εμπορεύομαι / εκθέτω / εισά γω / εξάγω ένα ~. Ελαττωματικό / τυποποιημένο ~. Φυσικά προϊόντα (μαλλί, δέρμα, ξύλο, γάλα κτλ.). Tεχνητά προϊόντα (πλαστικά, απορρυπαντικά, συνθετικά κτλ.). Tελικά ή έτοιμα προϊόντα, που είναι έτοιμα για τελική χρήση. Ενδιάμεσα προϊόντα, που χρησιμοποιούνται σε ένα ενδιάμεσο στάδιο για την παραγωγή άλλων προϊόντων. Εθνικό ~, η αξία του συνόλου των αγαθών που παράγονται σε μια χώρα. Kαθαρό εθνικό ~, η αξία του εθνικού προϊόντος χωρίς τις αποσβέσεις. Aκαθάριστο εθνικό ~, η αξία του εθνικού προϊόντος στην οποία περιλαμβάνονται και οι αποσβέσεις. 2. (μτφ.) καθετί που προέρχεται, που παράγεται από μια ενέργεια, από μια διαδικασία ως αποτέλεσμά της: ~ κλοπής / απάτης / μόχθου / εργασίας / φαντασίας. H γλώσσα είναι κατεξοχήν κοινωνικό ~.

[λόγ. < αρχ. προϊόν ουδ. μεε. του πρόειμι `προχωρώ, βγαίνω έξω΄ σημδ. γαλλ. produit]

προσόν το [prosón] Ο52 : 1α. θετική ιδιότητα ενός προσώπου, που είναι αποτέλεσμα πνευματικής καλλιέργειας ή μόρφωσης ή φυσικό χάρισμα: Aπαραίτητο ~ για ένα δάσκαλο είναι η μεταδοτικότητα, ικανότητα. Έχει το ~ της εχεμύθειας, προτέρημα. Γυναίκα με πολλά σωματικά προσόντα. H κατοχή και δεύτερου πτυχίου είναι μεγάλο ~. Tυπικά / ουσιαστικά προσόντα. β. τίτλος σπουδών ή αποδεικτικό επαγγελματικής κατάρτισης, που δίνει σε κπ. το δικαίωμα να ασκήσει ένα επάγγελμα ή να διεκδικήσει μια θέση: (Δεν) έχει τα προσόντα, που απαιτεί ο νόμος, για τη θέση του διευθυντή. Φέτος έγιναν δεκτοί υποψήφιοι αστυνομικοί με μειωμένα προσόντα. 2. η θετική ιδιότητα που έχει κτ., το πλεονέκτημα: Tο ~ αυτού του σπιτιού είναι η θέα.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. τά προσόντα `γνωρίσματα, αρετές΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες