Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
104 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάλσιμο το [válsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάζω· τοποθέτηση. ANT βγάλσιμο.
[βαλ- (δες βάζω) -σιμο]
- βάψιμο το [vápsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάφω. I1. ο χρωματισμός αντικειμένων είτε με τη βύθισή τους σε χρωστικό διάλυμα είτε με την κάλυψη της επιφάνειάς τους με χρωστικές ύλες· βαφή: ~ μαλλιών / αυγών / υφασμάτων. ~ τοίχων / επίπλων. Στο σπίτι έχουμε βαψίματα. || το αποτέλεσμα του χρωματισμού: Kαλό / κακό / ζωηρό ~. 2. ο χρωματισμός ορισμένων σημείων του σώματος, ιδίως το μακιγιάρισμα του προσώπου, κυρίως για καλλωπισμό ή μεταμφίεση: Tο έντονο ~ δεν της πάει καθόλου. II. διαδικασία σκλήρυνσης μετάλλων· βαφή.
[βαψ- (βάφω) -ιμο]
- βγάλσιμο το [vγálsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βγάζω. ANT βάλσιμο: ~ δοντιού / χεριού / ποδιού / ματιού / καρφιού / αγκαθιού.
[βγαλ- (βγάζω) -σιμο]
- βήξιμο το [víksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βήχω: Ένα δυνατό ~ πρόδωσε την παρουσία του.
[βηξ- (βήχω) -ιμο]
- βράσιμο το [vrásimo] Ο50 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βράζω: ~ νερού / λαχανικών / αυγών. Tο κρέας των γέρικων ζώων είναι σκληρό και χρειάζεται πολύ ~. || (για καθαρισμό, απολύμανση): ~ των ασπρόρουχων / του μπιμπερό / της σύριγγας. 2. (μτφ.) ήχος που παράγεται στον αναπνευστικό σωλήνα και μοιάζει με εκείνον του βρασμού· ρόγχος*: ~ στο στήθος / στα πνευμόνια.
[βρασ- (βράζω) -ιμο]
- βρέξιμο το [vréksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρέχω: ~ των ρούχων / των μαλλιών / του δρόμου.
[βρεξ- (βρέχω) -ιμο]
- βρίσιμο το [vrísimo] Ο50 : η εκστόμιση λέξεων ή φράσεων που προσβάλλουν την τιμή, την αξιοπρέπεια κάποιου: Δεν πρόλαβα να του εξηγήσω και μ΄ άρχισε στο ~.
[βρισ- (βρίζω) -ιμο]
- γδάρσιμο το [γδársimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γδέρνω: Tο αρνί που έσφαξες θέλει ~. Είχε ένα ~ στο χέρι. || απειλητικά: Aυτός θέλει ~.
[γδαρ- (γδέρνω) -σιμο]
- γδύσιμο το [γδísimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γδύνω. 1. αφαίρεση, βγάλσιμο ρούχων: Aργό ~, το στριπτίζ. 2. (μτφ.) α. αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία. β. άγρια οικονομική εκμετάλλευση.
[γδυσ- (γδύνω) -ιμο]
- γλείψιμο το [γlípsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γλείφω. || (μτφ., οικ.) η κολακεία, η δουλική συμπεριφορά με ιδιοτελείς σκοπούς: Mε ~ πήρε αυτή τη θέση. Θα πέσει μεγάλο ~. Έχεις κανένα ~;, έχεις κανένα μέσο;
[μσν. γλείψιμον < γλειψ- (γλείφω) -ιμον]