Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο5 (φύλακας, φύλακα, φύλακες)
352 εγγραφές [1 - 10]
άβακας ο [ávakas] Ο5 : I1.κατάλληλα διαμορφωμένη επίπεδη επιφάνεια που χρησιμοποιείται σε επιτραπέζια παιχνίδια, π.χ. σκάκι, τάβλι. 2. (αρχιτ., αρχαιολ.) η πλάκα που αποτελεί το επάνω μέρος του κιονοκράνου. II1. (παρωχ.) αριθμητήριο. 2. (παρωχ., μαθημ.) πίνακας που επιτρέπει εύκολους υπολογισμούς (μαθηματικές πράξεις, εξισώσεις). || (στρατ.) άβακες τροχιών / βλητικών συναρτήσεων.

[λόγ.: I1, II: αρχ. ἄβαξ, αιτ. -ακα· Ι2: ελνστ. σημ.]

αβλέμονας ο [avlémonas] Ο5 : (λαϊκότρ.) α. βαθύ και σκοτεινό μέρος της θάλασσας. β. (μτφ.) αμέτρητη ποσότητα. ΦΡ (σπάν.) τρώω τον αβλέμονα, τον περίδρομο, τον αγλέουρα.

[ίσως < αρχ. *ἀβλέμμων, αιτ. -ονα `όπου δε φτάνει το βλέμμα΄]

αγκιτάτορας ο [agitátoras] Ο5 : (πολ.) αυτός που ερεθίζει τα πνεύματα και προκαλεί πολιτικές ζυμώσεις.

[λόγ. < ρωσ. agitat(or) -ορας (< λατ. agitator `που θέτει σε κίνηση΄)]

αγλέουρας ο [aγléuras] Ο5 : είδος δηλητηριώδους φυτού. ΦΡ τρώω τον αγλέουρα, πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ τρώω τον περίδρομο· (πρβ. αβλέμοναςβ). που να βγάλεις τον αγλέουρα!, σκάσε.

[αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] ) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al] ) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v] ) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ] ;)]

αγριοκόκορας ο [aγriokókoras] Ο5 πληθ. και αγριοκοκόροι : η αρσενική αγριόκοτα.

[αγριο- + κόκορας]

αγροφύλακας ο [aγrofílakas] Ο5 : φύλακας των χωραφιών: Iδιωτικός / κοινοτικός ~. Ο ~ του χωριού. || βαθμός στην ιεραρχία της αγροφυλακής: H στολή του αγροφύλακα.

[λόγ. < αρχ. ἀγροφύλαξ, αιτ. -ακα `φύλακας της χώρας΄ σημδ. γαλλ. garde champêtre]

αιθεροβάμονας [eθerovámonas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : αιθεροβάμων. || (ως ουσ.).

[λόγ. αιθεροβάμ(ων) -ονας]

αιματάνθρακας ο [ematánθrakas] Ο5 : ζωικός άνθρακας που υπάρχει στο αίμα.

[λόγ. αιματ(ο)- + άνθραξ > άνθρακας]

άκμονας ο [ákmonas] Ο5 : 1.(λόγ.) αμόνι. ΦΡ μεταξύ σφύρας* και άκμονος. 2. (ανατ.) το ένα από τα τρία οστάρια που υπάρχουν στο μέσο ους.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄκμων, αιτ. -ονα· 2: σημδ. γαλλ. enclume]

ακτήμονας ο [aktímonas] Ο5 : ο γεωργός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του καλλιεργήσιμη γη. ANT κτηματίας: H εξέγερση των ακτημόνων. || (ως επίθ.): H κρατική γη μοιράστηκε σε ακτήμονες καλλιεργητές.

[λόγ. < αρχ. ἀκτήμων, αιτ. -ονα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...36   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες