Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο49 (όνομα, ονόματος, ονόματα)
2.060 εγγραφές [1 - 10]
αβγάτισμα το [avγátizma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αβγατίζω.

[αβγατισ- (αβγατίζω) -μα]

αγάλιασμα το [aγálazma] Ο49 : (λογοτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αγαλιάζω: Tο ~ της θάλασσας.

[αγαλιασ- (αγαλιάζω) -μα]

αγάλλιασμα το [aγálazma] Ο49 : (λογοτ.) αγαλλίαση.

[μσν. αγαλλίασμα < αγαλλιασ- (αγαλλιάζω) -μα με μετακ. τόνου ίσως κατά τον αόρ. αγάλλιασα]

άγαλμα το [áγalma] Ο49 : 1.γλυπτό ή χυτό ομοίωμα ανθρώπινης μορφής ή ζώου, συνήθ. από μέταλλο, μάρμαρο ή άλλο υλικό: Aρχαίο ελληνικό / ελληνιστικό / ρωμαϊκό / χάλκινο / χρυσελεφάντινο ~. Tο ~ της Ελευθερίας. Στη μέση του πάρκου έστησαν το ~ του εθνικού ευεργέτη, τον ανδριάντα. Οι φρουροί στέκονται στην πύλη σαν αγάλματα. || (επέκτ.) ακίνητος και βουβός σαν άγαλμα: Έμεινε ~ από την έκπληξη / τη χαρά / τη συγκίνηση. || (στον πληθ.) παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε τ΄ αγάλματα; 2. (μτφ.) πρότυπο ομορφιάς, αρμονίας, που φέρνει ψυχική ευφορία: Έχει τις αναλογίες αγάλματος. Mια κοπέλα πανέμορφη, σωστό ~. αγαλματάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό άγαλμα. β. (στον πληθ.) παιδικό παιχνίδι: Παίζουμε τ΄ αγαλματάκια; (λόγ.) αγαλματίδιο το YΠΟKΟΡ μικρό άγαλμα. (λόγ.) αγαλμάτιο το YΠΟKΟΡ μικρό άγαλμα.

[λόγ. < αρχ. ἄγαλμα· λόγ. αγαλματ- (άγαλμα) -ίδιον· λόγ. < αρχ. ἀγαλμάτιον]

αγγάρεμα το [aŋgárema] Ο49 : η ενέργεια του αγγαρεύω και με επέκταση η καταναγκαστική εργασία. || (λογοτ.) αυτός που τον αγγαρεύουν να κάνει κτ.: Ραγιάδες, αγγαρέματα του κάθε δυνατού.

[αγγαρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

αγγείωμα το [angíoma] Ο49 : (ιατρ.) αγγειακή αλλοίωση που αποτελείται από μάζες αιμοφόρων αγγείων που διεισδύουν σε ιστούς.

[λόγ. < νλατ. angioma < αρχ. ἀγγεῖ(ον) -oma = -ωμα]

αγγέλιασμα το [angéazma] Ο49 : (λογοτ.) 1. ψυχορράγημα. 2. μεγάλη εξάντληση.

[αγγελιασ- (αγγελιάζομαι) -μα]

άγγελμα το [ángelma] Ο49 : είδηση, πληροφορία, μήνυμα, αγγελία, μαντάτο: ~ θανάτου. Xαρμόσυνο ~.

[λόγ. < αρχ. ἄγγελμα]

αγγελόκρουσμα το [angelókruzma] Ο49 : επιθανάτια αγωνία, ψυχομαχητό, ψυχορράγημα.

[αγγελοκρουσ- (αγγελοκρούω) -μα]

άγγιγμα το [ángiγma] & άγγισμα το [ángizma] Ο49 : 1.η ενέργεια του αγγίζω· επαφή: ~ χεριού / φτερού. Ένα ρίγος σαν από ~ βελούδου. 2. (μτφ.) στενή επαφή, πλησίασμα, προσέγγιση: Kάθε ~ με τα πράγματα του κόσμου καταντούσε οδυνηρό. Tο αμοιβαίο ~ των αφηρημένων εννοιών δεν είναι εύκολο.

[αγγικ- (αγγίζω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] · μσν. έγγισμα < εγγισ- (εγγίζω) -μα με επίδρ. του αγγίζω]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...206   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες