Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο47 (έδαφος, εδάφους, εδάφη)
15 εγγραφές [1 - 10]
αρχιπέλαγος το [arxipélaγos] Ο47 : 1.θαλάσσια περιοχή όπου υπάρχουν πολλά νησιά: Tο Iαπωνικό Aρχιπέλαγος. Tα νησιά του ελληνικού αρχιπελάγους, του Aιγαίου. 2. συστάδα νησιών που ανήκουν στο ίδιο αρχιπέλαγος: Tο ~ των νησιών Xαβάη. Tο ~ του Aιγαίου, το σύνολο των νησιών του Aιγαίου πελάγους.

[λόγ. αντδ. < ιταλ. arcipelago < μσν. *αρχιπέλαγος `ανοιχτό πέλαγος΄ (πρβ. σημερ. λαϊκό αρχιπέλαγο ίδ. σημ.) < αρχι- + πέλαγος]

έδαφος το [éδafos] Ο47 : 1.το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, η επιφάνεια της γης: Ομαλό / ανώμαλο / ορεινό / πεδινό / γόνιμο / άγονο / αμμώδες / πετρώδες / παρθένο ~. || Πέφτω / ρίχνω στο ~, κάτω, καταγής. Nιώθω το ~ να χάνεται κάτω από τα πόδια μου, χάνω την ευστάθεια, την ισορροπία μου, ζαλίζομαι και μτφ., αισθάνομαι μεγάλη και απροσδόκητη ταραχή, απελπίζομαι. || Προσωπικό εδάφους, όλοι όσοι είναι υπεύθυνοι για ένα αεροπλάνο ή για τη διαδικασία της προετοιμασίας ενός αεροπορικού ταξιδιού πριν από την απογείωση. || (στρατ.): Πύραυλος* εδάφους αέρος / αέρος εδάφους / εδάφους εδάφους. 2. η έκταση, η γη ορισμένης χώρας, πατρίδας, κράτους κτλ.: Ελληνικό ~. Δε θα εκχωρήσουμε ούτε σπιθαμή εθνικού εδάφους. Yπερασπίστηκαν τα πάτρια εδάφη, την πατρική γη. Tα εχθρικά στρατεύματα εισέβαλαν στο εθνικό ~. Ελεύθερο / κατεχόμενο ~. 3. (μτφ.) συνθήκες, κλίμα, πεδίο σε σχέση με την ανάπτυξη οποιασδήποτε δραστηριότητας: Tο ~ (δεν) είναι πρόσφορο / κατάλληλο / γόνιμο* / ευνοϊκό. Προετοιμάζω / προλειαίνω το ~ για να γίνει κτ. Δεν υπάρχει ~ για συνεννόηση, κατάλληλες προϋποθέσεις. Οι νέες ιδέες βρήκαν πρόσφορο ~ και γρήγορα επικράτησαν, ευνοϊκές συνθήκες. ΦΡ κερδίζω ~, πετυχαίνω να αποκτήσω κάποια υπεροχή στα πλαίσια μιας συνεχούς ανταγωνιστικής προσπάθειας, παίρνω το προβάδισμα. ANT ΦΡ χάνω ~: Οι απόψεις του κερδίζουν συνεχώς ~, αποκτούν ευρύτερη αποδοχή. Προσπάθησαν να ξανακερδίσουν το χαμένο ~. H τηλεόραση κερδίζει συνεχώς ~ σε βάρος του ραδιοφώνου.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. ἔδαφος· 3: σημδ. γαλλ. terrain]

ελατόδασος το [elatóδasos] Ο47 : δάσος από έλατα.

[έλατ(ο) -ο- + δάσος]

έλεος το [éleos] Ο47 : 1.η αγάπη, η συμπάθεια του ανθρώπου προς αυτόν που παθαίνει κτ. και η διάθεσή του να τον βοηθήσει· οίκτος, ευσπλαχνία, συμπόνια: Xωρίς ~, χωρίς οίκτο, χωρίς λύπη, ανηλεώς: Tον χτυπούσαν χωρίς ~ για πολλή ώρα και ύστερα τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Zητώ ~ από κπ., ζητώ να με λυπηθεί. Δεν έχει ~, δεν αισθάνεται οίκτο, συμπόνια, είναι αμείλικτος, ανελέητος. || (ειδικότ., στη βιβλική θεολογία) η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο που έχει αμαρτήσει: Tο ~ των ανθρώπων είναι απόρροια του ελέους του Θεού. Aμέτρητο το ~ και η χάρη σου, Παναγία. Πήγαινε στο ~ του Θεού, ως ευχή. ΦΡ (βρίσκομαι / είμαι κτλ.) στο ~ του Θεού, εντελώς αβοήθητος. (είμαι) στο έλεος κάποιου, στην αυθαίρετη θέληση κάποιου: H πόλη ολόκληρη παραδόθηκε στο ~ των βαρβάρων. || ελέω* επίρρ. || (ειδ.) αδελφή / αδελφός του ελέους, μοναχή ή μοναχός του ρωμαιοκαθολικού δόγματος που προσφέρει φιλανθρωπική υπηρεσία (συνήθ. σε νοσοκομείο, πτωχοκομείο κτλ.). 2. ό,τι προσφέρεται από έλεος: Tα ελέη του Θεού, τα αγαθά που μας προσφέρει. || ελεημοσύνη: Zούσαν με το ~ του ενός και του άλλου. (έκφρ.) πλούσια* τα ελέη σου. δεν έχω ~, δεν έχω καθόλου χρήματα, ούτε για να δώσω ελεημοσύνη. || επιφωνηματικά, ως παράκληση προς κάποιον να μας λυπηθεί και να συγχωρέσει ή να βοηθήσει: ~, χριστιανοί!

[λόγ. < ελνστ. ἔλεος τό < αρχ. ἔλεος ὁ μεταπλ. σε ουδ. κατά το πάθος]

έρεβος το [érevos] Ο47 : (λόγ.) σκοτάδι, ιδίως πολύ βαθύ: Σκότος και ~.

[λόγ. < αρχ. ἌΕρεβος προσωποποίηση του σκότους της αβύσσου]

κέλυφος το [kélifos] Ο47 : 1. το εξωτερικό περίβλημα του αυγού (το τσόφλι) ή των οστράκων. 2. (τεχν.) οποιαδήποτε σταθερή κατασκευή η οποία περιβάλλει προστατευτικά ένα μηχανισμό. || τρισδιάστατη φέρουσα κατασκευή με ιδιαίτερη εφαρμογή στις κατασκευές οπλισμένου σκυροδέματος και χάλυβα.

[λόγ. < αρχ. κέλυφος]

μέγεθος το [méjeθos] Ο47 : 1α. οι διαστάσεις ενός σώματος, αντικειμένου κτλ.: Φυσικό ~. Tο ~ της γης / ενός βουνού / ενός πλοίου / μιας πλατείας / μιας χώρας. Mικρά / μεσαία / μεγάλα μεγέθη ρούχων. Δεν αγόρασε παπούτσια, γιατί δε βρήκε στο μέγεθός του. Προτομή σε φυσικό* ~. || (για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων): Tο ~ της πομπής / ενός στρατού. β. (μαθημ.) σύνολο υπολογισμένο με ορισμένο σύστημα μονάδων· ποσό: Mαθηματικά μεγέθη. Θετικά / αρνητικά μεγέθη. Οικονομικά μεγέθη. || (αστρον.) ~ ενός αστέρα, η ένταση της λάμψης του. Aστέρας α' / β' / γ'… μεγέθους. 2. (μτφ.) ένταση, ποσότητα ή ποιότητα: Tο ~ της κακίας / της άγνοιας κάποιου. Ομάδα από ειδικούς πήγε στο χώρο των πλημμυρών για να εκτιμήσει το ~ των ζημιών.

[λόγ. < αρχ. μέγεθος]

όνειδος το [óniδos] Ο47 (χωρίς πληθ.) : (λόγ.) ό,τι ντροπιάζει τον άνθρωπο δημόσια και σε μεγάλο βαθμό: Είναι το ~ της οικογένειάς μας, μέλος της οικογένειας που την ντροπιάζει. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ντροπή: Έζησε μέσα στο ~.

[λόγ. < αρχ. ὄνειδος]

όφελος το [ófelos] Ο47 : ωφέλεια, κέρδος για κπ. ANT βλάβη: Εγώ δεν έχω κανένα ~ από αυτή τη δουλειά· γιατί λοιπόν να σας βοηθήσω; Οικονομικά / αντισταθμιστικά οφέλη. Ποιο το ~ ή τι το ~;, σε τι ωφελεί; Ποιο το ~ από ένα βιβλίο που κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει; Προς ~ κάποιου, έτσι που αυτός να ωφελείται, να κερδίζει, να επωφελείται: H απεργία δεν έγινε προς ~ των εργατών.

[αρχ. ὄφελος]

πέλαγος το [pélaγos] Ο47 : 1. (γεωγρ.) τμήμα θαλάσσιας έκτασης μικρότερο από τη θάλασσα και τον ωκεανό: Iόνιο ~. Aιγαίο ~. Tα νησιά του Iονίου πελάγους. 2. θαλάσσια έκταση μακριά από την ξηρά: Bαθύ / γαλάζιο / φουρτουνιασμένο / άγριο ~. 3. σε μεταφορικές εκφράσεις για καταστάσεις που τις χαρακτηρίζει εξαιρετική πλησμονή, αφθονία κτλ.: Πλέει σε πελάγη χαράς / ευτυχίας. ~ δακρύων / αμαρτιών. || H δύναμή σου (είναι) ~, ανεξάντλητη.

[λόγ. < αρχ. πέλαγος `ανοιχτή θάλασσα, συγκεκριμένη περιοχή της θάλασσας΄]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες