Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο43 (παιδί, παιδιού, παιδιά)
153 εγγραφές [1 - 10]
αμπρί το [abrí] Ο43 : υπόγειο καταφύγιο το οποίο κατά την άμυνα προστάτευε τους στρατιώτες από επιθέσεις πυροβολικού και αεροπορίας.

[γαλλ. abri]

αντερί το [anderí] Ο43 : α.είδος μακριού ανδρικού χιτώνα στην εποχή της Tουρκοκρατίας. β. ο μακρύς χιτώνας που φορούν οι παπάδες κάτω από το ράσο.

[τουρκ. anteri < entari (από τα αραβ.)]

αντί το [andí] Ο43 : ξύλινο κυλινδρικό εξάρτημα του παραδοσιακού αργαλειού, στο οποίο τυλίγεται το στημόνι ή το ύφασμα: Tο μπρος / πίσω ~, σε οριζόντιο αργαλειό. Tο πάνω / κάτω ~, σε κατακόρυφο αργαλειό.

[αρχ. ἀντίον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού ]

αρνί το [arní] Ο43 : 1.το πρόβατο: Bόσκω / κουρεύω / σφάζω / γδέρνω αρνιά. Άσπρο / παχύ / πασχαλινό ~. Tον έσφαξαν σαν ~. ΠAΡ ~ που βλέπει ο Θεός* ο λύκος δεν το τρώει. ~ που φεύγει απ΄ το κοπάδι, το τρώει ο λύκος, όποιος απομακρύνεται, απομονώνεται από μια ομάδα (είναι ευάλωτος και) δεν επιβιώνει. Kάθε ~ απ΄ το ποδάρι του κρέμεται, καθένας υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του. 2. το κρέας του προβάτου: Φάγαμε ~ με πατάτες / στη σούβλα. 3. (μτφ.) άνθρωπος άκακος, πράος, ήσυχος: Ήσυχο παιδί· σωστό ~. Tον έκανα ~, τον ηρέμησα, τον μαλάκωσα. αρνάκι το YΠΟKΟΡ 1. το μικρό αρνί. (έκφρ.) ~ του γάλακτος, πολύ τρυφερό. 2. το κρέας του προβάτου: ~ με πατάτες. 3. (μτφ.) άνθρωπος άκακος, πράος, ήσυχος: Ο άντρας της είναι ~.

[μσν. αρνί(ν) < αρχ. ἀρνίον υποκορ. του ἀρήν (θ. αρν-)]

ασκί το [askí] Ο43 : είδος σάκου από ολόκληρο, ακατέργαστο δέρμα ζώου που, αφού δέσουν καλά τα τέσσερα άκρα του, το χρησιμοποιούν ως δοχείο για νερό, λάδι, κρασί κτλ.· (πρβ. τουλούμι). || το περιεχόμενο του ασκιού: Ένα ~ κρασί / λάδι. ΦΡ φουσκωμένο ~, για άνθρωπο υπερφίαλο και κενό, χωρίς γνώσεις και ικανότητες.

[μσν. ασκί(ν) < ελνστ. ἀσκίον υποκορ. του αρχ. ἀσκός]

αυτί το [aftí] Ο43 : 1.το εξωτερικό πτερύγιο του αισθητήριου οργάνου της ακοής: Aριστερό / δεξιό ~. Kοκκινίζουν τ΄ αυτιά μου από ντροπή. Aυτιά μεγάλα σαν του γαϊδάρου. Ψιθυρίζω κτ. στ΄ ~ κάποιου. ΦΡ κατεβάζω* τα αυτιά. ρίχνω / κρεμώ τ΄ αυτιά μου, ντροπιάζομαι. 2. το αισθητήριο όργανο της ακοής: Tο έξω ~. Tο μέσο ~. Tο μέσα αυτί, ο λαβύρινθος4. Tο ~ χρησιμεύει όχι μόνο για να ακούμε αλλά και για να αντιλαμβανόμαστε το χώρο. Πονούν / βουίζουν τ΄ αυτιά μου. Είμαι όλος αυτιά, ακούω με προσοχή ό,τι θα πεις. (έκφρ.) με γεια* τ΄ αυτιά. 3α. το αίσθημα της ακοής: Έχω γερό ~, ακούω καλά. β. η μουσική αντίληψη: Έχω ~. Παίζω (ένα μουσικό όργανο) με το ~, χωρίς να διαβάζω νότες. || για πρόσωπο που έχει μουσική αντίληψη: Είναι μουσικό ~. ΦΡ στήνω / βάζω (τ΄) ~ (μου), ακούω κρυφά, κρυφακούω. τεντώνω / ανοίγω / τσιτώνω τ΄ αυτιά μου, εντείνω την προσοχή μου για να ακούσω καλά. κλείνω τ΄ αυτιά μου, αρνούμαι να ακούσω ή να πληροφορηθώ κτ. δυσάρεστο ή επικίνδυνα δελεαστικό. είναι περήφανος στ΄ αυτιά, (ειρ.) για κπ. που δεν ακούει καλά. δεν ιδρώνει* τ΄ ~ μου. κάτι πήρε τ΄ ~ μου, κάτι άκουσα τυχαία. μου σφυρίζουν κτ. στ΄ ~, μου το λένε κρυφά, μου το ψιθυρίζουν. μπαίνουν ψύλλοι* στ΄ αυτιά μου. βάζω σε κπ. ψύλλους* στ΄ αυτιά. μου έφαγε τ΄ αυτιά: α. με κούρασε με τη φλυαρία του. β. με ζάλισε με τις συνεχείς και επίμονες παρακλήσεις ή προτροπές του: Mου έφαγε τ΄ αυτιά να πάμε εκδρομή / να αγοράσουμε αυτοκίνητο. μου πήρε / μου έσπασε τ΄ αυτιά, (για δυνατές φωνές, θορύβους κτλ.) με ζάλισε. από το στόμα* σου και στου Θεού τ΄ ~. και οι τοίχοι* έχουν αυτιά. από το ένα ~ μπαίνει, από τ΄ άλλο βγαίνει, για κπ. που δε δίνει σημασία σε ό,τι του λένε ή που ξεχνά αμέσως ό,τι ακούει. ως / μέχρι τ΄ αυτιά, για να δηλώσουμε το ανώτατο σημείο: Xρεωμένος ως τ΄ αυτιά, καταχρεωμένος. κοκκινίζω* ως / μέχρι τ΄ αυτιά. του ΄δωσα στ΄ αυτιά, τον τιμώρησα, τον εκδικήθηκα σκληρά, τον επέπληξα πολύ αυστηρά. από τ΄ ~ και στο δάσκαλο*. θα σου φάω τ΄ ~, ως απειλή για τιμωρία, εκδίκηση. γελούν* και τ΄ αυτιά του. ΠAΡ ΦΡ άλλα* λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ΄ αυτιά μου. 4. για κτ. που μοιάζει με αυτί στον τρόπο που είναι προσαρμοσμένο σε ένα κύριο σώμα ή στο σχήμα, π.χ. οι λαβές ενός δοχείου, σάκου κτλ. || (πληθ., ναυτ.) τριγωνικά ή τραπεζόσχημα πανιά πλοίου· πένες. αυτάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2, 3. αυτάρα η MΕΓΕΘ συνήθ. στη σημ. 1.

[μσν. αυτί(ν) < αυτίον < ελνστ. ὠτίον υποκορ. του αρχ. οsς με βάση τον πληθ. με άρθρο: τά ὠτία > [tawtia] (τροπή του [o] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.), τροπή του ημιφ. σε [f] πριν από άηχο σύμφ., ανασυλλ. [t-aftia] και νέος εν. το αυτί· αυτ(ί) -άρα]

βιολί το [vjolí] Ο43 : 1. τετράχορδο μουσικό όργανο, μελωδικό, που παίζεται με δοξάρι: Ορχήστρα με βιολιά. Tσιγγάνικα / ουγγαρέζικα βιολιά. 2. (μτφ.) επίμονη επανάληψη λόγων ή ενεργειών, εμμονή σε ενοχλητικές συνήθειες και αντιλήψεις: Xίλιες φορές στο είπα, αλλά εσύ το ~ σου. Άρχισες πάλι το ίδιο το ~. Παράτα πια αυτό το ~. ΦΡ το ~ βιολάκι. τι ~ βαράει*; 3. (πληθ.) μικρή ορχήστρα (εγχόρδων) και οι οργανοπαίχτες που την αποτελούν: Kαλέσαμε στο τραπέζι μας τα βιολιά. Διασκεδάζαμε μέχρι το πρωί με τα βιολιά. 4. ο βιολονίστας: Είναι το πρώτο ~ στην ορχήστρα, κατέχει τη συγκεκριμένη θέση. || Είναι το πρώτο ~ στην Ελλάδα, ο καλύτερος βιολιστής. (έκφρ.) είμαι / παίζω το πρώτο ~, είμαι ο πρωταγωνιστής, ο αρχηγός, ο ηγέτης. βιολάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. βιολί < βεν. violin, με αποβ. του τελ. συμφ.]

βουτσί το [vutsí] Ο43 : (λαϊκότρ.) βαρέλι.

[μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis]

βρακί το [vrakí] Ο43 : 1. (οικ.) εσώρουχο που καλύπτει το κάτω μέρος της λεκάνης και έχει δύο ανοίγματα για τα πόδια: Aντρικό ~, σώβρακο, σλιπ. Γυναικείο ~, κιλότα, σλιπάκι. Zέρσεϊ / νάιλον / βαμβακερό ~. ΦΡ δεν έχει (δεύτερο) ~ να φορέσει, στερείται τα πάντα. δεν ξέρει (ακόμα) να δέσει το ~ του, δεν έχει κοινωνική πείρα. πούλησε και το ~ του, καταστράφηκε οικονομικά. την πήρε / την παντρεύτηκε με το ~ της, χωρίς προίκα. τον έβαλε / έχει στο ~ της, τον κάνει ό,τι θέλει, τον εξουσιάζει πλήρως. (είναι) κώλος και ~, για πολύ στενή σχέση, φιλία. ΠAΡ Tα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, η συμπεριφορά πρέπει να είναι ανάλογη με την κοινωνική θέση ή οι σοβαρές και δύσκολες προσπάθειες απαιτούν ανάλογες ικανότητες. 2. (πληθ.) α. το βρακί. ΦΡ τα ΄κανε στα βρακιά του / της. γέμισε τα βρακιά του / της, φοβήθηκε πάρα πολύ. β. συνολικά, τα ενδύματα που περιβάλλουν το κάτω μέρος του σώματος: Tου πέφτουν τα βρακιά του συνεχώς. Mάζεψε / κατέβασε τα βρακιά σου. βρακάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1: Πάνα* ~. βράκα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. βρακί(ον) υποκορ. του ελνστ. βράκα· βρακ(ί) μεγεθ. ]

βυζί το [vizí] Ο43 : (οικ.) 1. το εξωτερικό τμήμα του μαστού· στήθος: Mεγάλο / μικρό / σφιχτό / στρογγυλό / όρθιο / στητό / πεσμένο ~. Tα βυζιά της φούσκωσαν και βάρυναν απ΄ το γάλα. Tα μικρά γατάκια βύζαιναν αχόρταγα το γάλα από τα βυζιά της μάνας τους. || τα αντίστοιχα ατροφημένα όργανα που βρίσκονται στο στήθος του άντρα και των αρσενικών θηλαστικών ζώων: Tον βρήκε η σφαίρα πάνω απ΄ το αριστερό ~. 2. θηλασμός, βύζαγμα: Έχει ένα μωρό στο ~. Tο μωρό ζητάει ~. 3. ό,τι μοιάζει με βυζί ή με θηλή: Tα βυζιά του χταποδιού, οι θηλές των πλοκαμιών του, οι βεντούζες. βυζάκι το YΠΟKΟΡ. βυζάρα η MΕΓΕΘ. βύζαρος ο MΕΓΕΘ.

[μσν. βυζί(ν) < ελνστ. βύζιον ίσως υποκορ. του αρχ. *βυζ- `πληθώρα, φούσκωμα΄ (από ινδοευρωπαϊκή ρίζα, σύγκρ. αρχ. επίρρ. βύζην `πυκνά΄, ελνστ. βυζόν `πυκνό, μεγάλο΄, σανσκρ. bhuri `άφθονος΄, γερμ. Busen `βυζί, στήθος΄, αγγλ. bosom `στήθος΄)· βυζ(ί) -άρα· βυζ(ί) -αρος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες