Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
930 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάκιο το [avákio] Ο40 : (λόγ.) μικρός άβακας, η πλάκα στην οποία έγραφαν οι μικροί μαθητές.
[λόγ. < αρχ. ἀβάκιον]
- αγγειόσπερμα τα [angiósperma] Ο40 : (βοτ.) οικογένεια φανερόγαμων φυτών που τα σπέρματά τους είναι κλεισμένα μέσα σε αγγεία και όχι γυμνά. ANT γυμνόσπερμα: Tο σιτάρι και το καλαμπόκι ανήκουν στα αγγειόσπερμα.
[λόγ. < νλατ. angiosperma < angio- = αγγειο- 2 + αρχ. σπέρ μ(α) -α, ουδ. πληθ. του -ος]
- αγελαδοστάσιο το [ajelaδostásio] Ο40 : οίκημα όπου εκτρέφονται αγελάδες για εκμετάλλευση· βουστάσιο.
[λόγ. αγελαδ- (δες αγελάδα) -ο- + -στάσιον κατά το βουστάσιον]
- αγκυροβόλιο το [angirovólio] Ο40 & αγκυροβόλι το [angirovóli] Ο44 : 1.όρμος όπου συνήθ. αγκυροβολεί ή όπου μπορεί να αγκυροβολήσει ένα πλοίο· αραξοβόλι. 2. (μτφ.) καταφύγιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀγκυροβόλιον· προσαρμ. στη δημοτ. με αποφυγή της χασμ.]
- αγροκήπιο το [aγrokípio] Ο40 : αγρόκτημα που χρησιμοποιείται για πειραματική ή υποδειγματική καλλιέργεια.
[λόγ. < ελνστ. ἀγροκήπιον υποκορ. του ἀγρόκηπος]
- αγροτεμάχιο το [aγrotemáxio] Ο40 : τμήμα αγρού ή αγροτικής έκτασης: Πωλούνται οικόπεδα και αγροτεμάχια σε τουριστική περιοχή.
[λόγ. αγρο- + τεμάχιον]
- άδυτο το [áδito] Ο40 : το εσώτατο μέρος ναού, στο οποίο μόνο σε ιερούς ή μυημένους επιτρέπεται η είσοδος. || (με επέκτ., στον πληθ.) το εσώτατο τμήμα χώρου, στο οποίο δεν επιτρέπεται ή είναι δύσκολο να μπει κάποιος: Εισχώρησε στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών. Tα άδυτα της ψυχής, το βάθος, τα μύχια.
[λόγ. < αρχ. ἄδυτον]
- αέριο το [aério] Ο40 : κάθε υλικό σώμα που δεν έχει ούτε ορισμένο σχήμα ούτε ορισμένο όγκο: Φυσικά / χημικά / ευγενή αέρια. Tο οξυγόνο και το υδρογόνο ανήκουν στα αέρια. Kαύσιμα αέρια. Kροτούν* ~. Φωτιστικό ~. || (Πολεμικά / ασφυξιογόνα / δηλητηριώδη / δακρυγόνα) αέρια. || (Εντερικά) αέρια, που σχηματίζονται στα έντερα. || Θάλαμος* αερίων.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αέριος σημδ. γαλλ. gaz]
- αεροδρόμιο το [aeroδrómio] Ο40 : χώρος κατάλληλος για την προσγείωση και την απογείωση αεροπλάνων· αερολιμένας: Πολιτικό / στρατιωτικό / διεθνές ~. Yπηρεσία αεροδρομίου. Οι εγκαταστάσεις του αεροδρομίου.
[λόγ. < γαλλ. aérodrome < aéro- = αερο- + αρχ. δρόμ(ος) -ιον]
- άζωτο το [ázoto] Ο40 : χημικό στοιχείο αέριο, άχρωμο και άοσμο, που αποτελεί τα τέσσερα πέμπτα του ατμοσφαιρικού αέρα: Tο ~ θεωρήθηκε αρχικά ακατάλληλο για τη ζωή και γι΄ αυτό ονομάστηκε έτσι.
[λόγ. < γαλλ. azot(e) -ον < a- = α- 1 + “αρχ.” ζωτ- (ζωή), αντί π.χ. άζωον, επειδή “δεν επιτρέπει την αναπνοή” (πρβ. ελνστ. ἄζωτον `χωρίς ζωή΄)]