Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο4 (κάλφας, κάλφα, καλφάδες)
21 εγγραφές [1 - 10]
γκιουλέκας ο [gulékas] Ο4 πληθ. γκιουλέκηδες : (λαϊκότρ.) ο νταής, ο ψευτοπαλικαράς: Kάνει τον γκιουλέκα.

[ίσως ανθρωπων. (όν. Aλβανού επαναστάτη)]

γκομενάκιας ο [gomenákas] Ο4 πληθ. γκομενάκηδες : (λαϊκ., ειρ.) ο γκομενιάρης.

[γκόμεν(α) -άκιας]

γυαλάκιας ο [jalákas] Ο4 πληθ. γυαλάκηδες : (ειρ.) αυτός που φοράει γυαλιά.

[γυαλ(ί) -άκιας]

εξυπνάκιας ο [eksipnákas] Ο4 πληθ. εξυπνάκηδες : (οικ., μειωτ.) αυτός που θέλει να φαίνεται έξυπνος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι.

[έξυπν(ος) -άκιας]

καλοπερασάκιας ο [kaloperasákas] Ο4 πληθ. καλοπερασάκηδες : (οικ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που αποφεύγει οτιδήποτε απαιτεί προσπάθεια ή συνεπάγεται ταλαιπωρία και που ενδιαφέρεται μόνο για μια άνετη και ευχάριστη ζωή.

[καλοπέρασ(η) -άκιας]

κάλφας ο [kálfas] Ο4 : (παρωχ.) μάστορας: Ο ~ και τα τσιράκια του.

[μσν. κάλφας < τουρκ. kalfa ]

κομπιουτεράκιας ο [kombjuterákas & komputerákas] Ο4 πληθ. κο μπιου τεράκηδες : αυτός που ασχολείται συνήθ. επαγγελματικά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές.

[κομπιούτερ -άκιας]

κορτάκιας ο [kortákas] Ο4 πληθ. κορτάκηδες : (παρωχ., μειωτ.) αυτός που ερωτοτροπεί συνεχώς: Είναι αδιόρθωτος ~.

[κόρτ(ε) -άκιας]

ματάκιας ο [matákas] Ο4 πληθ. ματάκηδες : (μειωτ.) ο ηδονοβλεψίας.

[μάτ(ι) -άκιας]

μουστάκιας ο [mustákas] Ο4 (χωρίς πληθ.) : (οικ.) ο μουστακαλής.

[μου στ(άκι) -άκιας]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες