Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο39 (πεύκο, πεύκου, πεύκα)
725 εγγραφές [1 - 10]
αβαείο το [avaío] Ο39 : 1.μοναστήρι ρωμαιοκαθολικών που διοικείται από αβά. || εκκλησία που παλαιότερα ήταν αβαείο: Στο ιστορικό ~ του Γουεστμίνστερ βρίσκονται οι τάφοι των βασιλέων της Mεγάλης Bρετανίας. 2. η κατοικία του αβά, το ηγουμενείο των καθολικών.

[λόγ. αβά(ς) -είον κατά το ηγουμενείον μτφρδ. γαλλ. abbaye (δες στο αβάς)]

αβάντζο το [avándzo] & αβάντσο το [avántso] Ο39 : στις ΦΡ πάμε ~;, για τυχερά παιχνίδια, όταν οι παίχτες συμφωνούν να αυξήσουν τον αριθμό των πόντων του παιχνιδιού. δίνω ~, παραχωρώ πλεονεκτήματα στον αντίπαλο: Tρέχουμε στα εκατό μέτρα; Σου δίνω ~ δέκα (μέτρα).

[ιταλ. avanzo `πλεόνασμα ισολογισμού΄ και ηχηροπ. [ts > dz] από επίδρ. του ριν. [n] ]

αγγείο 1 το [angío] Ο39 : (αρχαιολ.) δοχείο συνήθ. φορητό: Aρχαίο ~. ~ με γεωμετρική διακόσμηση. Πήλινο / χάλκινο / μελανόμορφο / ερυθρόμορφο ~.

[λόγ. < αρχ. ἀγγεῖον]

αγνάντιο το [aγnándjo] Ο39 & αγνάντι το [aγnándi] Ο44 : (λογοτ.) χώρος, τόπος, απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντεμα, ξάγναντο: Bγήκα ψηλά στ΄ ~, για να δω.

[ουδ. του *αγνάντιος < αρχ. ἐναντίος `ο απέναντι΄ με επίδρ. του αγνάντια (δες λ.)· αγνάντι: κατά το αγνάντια - αγνάντι]

αγροδικείο το [aγroδikío] Ο39 : (παρωχ.) αγροτικό πταισματοδικείο.

[λόγ. αγρο- + -δικείον]

αγρονομείο το [aγronomío] Ο39 : τμήμα της αγροφυλακής, στο οποίο επικεφαλής είναι ο αγρονόμος.

[λόγ. αγρονόμ(ος) -είον]

αδαμαντοπωλείο το [aδamandopolío] Ο39 : κατάστημα όπου πωλούν διαμάντια ή άλλους πολύτιμους λίθους.

[λόγ. αδαμαντοπώλ(ης) -είον]

αδαμαντωρυχείο το [aδamandorixío] Ο39 : ορυχείο διαμαντιών.

[λόγ. αδαμαντ- (δες αδάμας) + -ωρυχείον]

αδελφάτο το [aδelfáto] Ο39 : 1.ονομασία διοικητικού συμβουλίου που εποπτεύει τη λειτουργία αγαθοεργών ιδρυμάτων: Το ~ του γηροκομείου / του βρεφοκομείου. 2. (παρωχ., μειωτ.) οργάνωση προσώπων που συνδέονται με κοινά ενδιαφέροντα και με κοινές δραστηριότητες.

[λόγ. < μσν. αδελφάτον < αδελφ(ός) -άτον]

αεροβόλο το [aerovólo] Ο39 : είδος όπλου που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. ANT πυροβόλο. || (ως επίθ.): ~ όπλο / πιστόλι / τουφέκι.

[λόγ. αερο- + -βόλον, ουδ. του -βόλος απόδ. αγγλ. airgun]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...73   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες