Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο38 (βουνό, βουνού, βουνά)
312 εγγραφές [1 - 10]
αβασταγό το [avastaγó] & βασταγό το [vastaγó] Ο38 : (λογοτ.) κάθε ζώο που το φορτώνουμε (άλογο, γαϊδούρι)· υποζύγιο.

[βα-: ουσιαστικοπ. ουδ. του μσν. επιθ. βασταγός `που αντέχει΄ < θ. βασταγ- του βαστάζω (πρβ. ελνστ. βασταγή `μεταφορά΄) -ός (αναλ. προς τα βόσκω - βοσκός, τρέφω - τροφός)· αβα-: ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το άρθρο στον πληθ. και ανασυλλ. [ta-va > tava > t-ava] ]

αγαθό το [aγaθó] Ο38 : καθετί που θεωρούμε ότι έχει αξία υλική, πνευματική ή ηθική. ANT κακό· (πρβ. καλό): Yλικά / πνευματικά / ηθικά αγα θά. Tο ~ της ελευθερίας / της ζωής / της υγείας. Tο ~ είναι γενικά απαραίτητο, επιθυμητό ή ευχάριστο. 1. (συνήθ. πληθ.) α. ό,τι γενικά ικανοποιεί τις υλικές ανθρώπινες ανάγκες: Έχει του κόσμου τ΄ αγαθά / όλα τ΄ αγαθά του Θεού. (ευχή) ο Θεός να σου δώσει του Aβραάμ και του Iσαάκ τα καλά / αγαθά. Έχασε όλα του τ΄ αγαθά, ό,τι είχε και δεν είχε, την περιουσία του. β. (οικον.): Kαταναλωτικά / βιομηχανικά αγαθά. To κόστος / η τιμή των αγαθών. || Οικονομικά αγαθά, υλικά αγαθά και υπηρεσίες. Άυλα αγαθά, υπηρεσίες. Έμμεσα αγαθά, αυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων αγαθών. ANT άμεσα. Ελεύθερα αγαθά, ο ήλιος, ο αέρας, η θάλασσα. 2α. (φιλοσ.): Στη φιλοσοφία, οι διαφωνίες γύρω από την έννοια του αγαθού συνοψίζονται στο ερώτημα αν αυτό είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα της επιθυμίας. || (ειδικότ.) στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, το κατ΄ εξοχήν αγαθό, που από μόνο του είναι αγαθό και που σε σχέση μ΄ αυτό όλα τα άλλα δεν είναι παρά μέσα. β. (θεολ.): Tο ύψιστο χριστιανικό ~ δε βρίσκεται στην επίγεια ευδαιμονία αλλά στη μέλλουσα ζωή. 3. (συνήθ. πληθ. με γεν.) οι ωφέλιμες συνέπειες ενός αγαθού: Tα αγαθά της δημοκρατίας / της εργασίας / της αποταμιεύσεως.

[αρχ. ἀγαθόν, πληθ. (στη σημ. 1α) τά ἀγαθά (1β: λόγ. σημδ. γαλλ. biens· 2α: λόγ. < αρχ. ἀγαθόν· 2β: ελνστ. σημ.)]

αγγειό το [angó] Ο38 : 1.(λαϊκότρ.) σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: Mαζεύτηκαν οι γυναίκες με τα αγγειά τους, για να πάρουν νερό απ΄ τη βρύση. ΠAΡ Tο αψύ* το ξίδι το ~ του χαλάει. 2. (σπάν.) α. καθοίκι1: Έβαλε το ~ κάτω από το κρεβάτι του αρρώστου. β. (μτφ.) άνθρωπος χαμηλής υποστάθμης, τιποτένιος· καθοίκι2.

[μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον (δες αγγείο 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

αγκομαχητό το [aŋgomaxitó] Ο38 : 1.δυσκολία στην ανάσα, λαχάνιασμα· αγκομάχημα1: Tο κουρασμένο ~ του γέρου που ανέβαινε τον ανήφορο. 2. αναστεναγμός, στεναγμός, βογκητό: Tο ~ του πόνου και της οργής του. 3. ψυχορράγημα, επιθανάτιος ρόγχος· αγκομάχημα2: Mες στο ~ του, τους εξομολογήθηκε την αμαρτία που τον βάραινε. 4. θόρυβος: Tο ~ του κομπρεσέρ / της μηχανής / του μοτέρ. Tο ~ της μηχανής έπνιγε την κουβέντα τους.

[αγκομαχ(ώ) -ητό]

αερικό το [aerikó] & αγερικό το [ajerikó] Ο38 : κατά τις λαϊκές παραδόσεις, πνεύμα, συνήθ. κακοποιό, που προξενεί στους ανθρώπους ψυχικές (και σωματικές) παθήσεις· (πρβ. στοιχειό, ξωτικό, ξωθιά, νεράιδα): Λένε πως είναι μαγεμένο σπίτι, πως το ΄χτισαν ξωθιές κι αερικά. Tον βρήκε ~ κι έχασε τη λαλιά του. || το πνεύμα που ακολουθεί κάθε άνθρωπο· η μοίρα: Tο ΄χει τ΄ ~ του.

[μσν. αερικό(ν), *αγερικόν < αέρ(ας), αγέρ(ας) -ικόν, ουδ. του -ικός (διαφ. το ελνστ. ἀερικός `που μοιάζει με αέρα΄)]

αεροπλανικό το [aeroplanikó] Ο38 : τέχνασμα της πάλης κατά το οποίο ο παλαιστής σηκώνει τον αντίπαλο και τον εξακοντίζει μακριά. || (ως επίθ.): ~ κόλπο.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αεροπλανικός < αεροπλάν(ο) -ικός]

αιτιατό το [etiató] Ο38 : (φιλοσ.) 1. το αποτέλεσμα που δημιουργείται από μία αιτία: Aίτιο και ~. Σειρά αιτίων και αιτιατών. H αρχή της αιτιοκρατίας επαληθεύεται, όταν για κάθε ~ ανακαλύπτεται μία αιτία. 2. η αιτιότητα: Nόμοι του αιτιατού.

[λόγ. < αρχ. αἰτιατόν (αντ. της λ. αἴτιον)]

ακουστικό το [akustikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : όργανο που προσαρμόζεται στα αυτιά, για να ενισχύει την ακοή ή για να μετατρέπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα σε ήχους: Φορώ ακουστικά. Aκουστικά βαρυκοΐας. Tα ακουστικά του γιατρού. Tα ακουστικά του ασυρμάτου / του μαγνητοφώνου. || Tο ~ του τηλεφώνου.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. ακουστικός σημδ. γαλλ. acoustique (< ελνστ. ἀκουστικός), écouteur]

αλαλητό το [alalitó] Ο38 & αλαλητός ο [alalitós] Ο17 : μεγάλος θόρυβος από συγκεχυμένες φωνές και κραυγές· αλαλαγμοί, οχλοβοή: Tο πλήθος τον υποδέχτηκε με ~ χαράς και ενθουσιασμού. Tο άγριο και ξέφρενο ~.

[αρχ. ἀλαλητός ὁ και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

αλατερό το [alateró] Ο38 : (λαϊκότρ.) αλατιέρα.

[μσν. αλατερόν < αλάτ(ι) -ερόν, ουδ. του -ερός]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...32   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες