Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο36 (εγκύκλιος, εγκυκλίου, εγκύκλιοι / εγκύκλιες)
96 εγγραφές [1 - 10]
άβυσσος η [ávisos] Ο36 : 1.σκοτεινό βάραθρο με αθέατο βάθος· χάσμα, κενό τεράστιο που δεν μπορεί να μετρηθεί: Όπως μείναμε στην άκρη του βράχου, κάτω από τα πόδια μας απλωνόταν μια ~. || (μτφ.): Tους χωρίζει ~, δεν μπορούν να συνεννοηθούν καθόλου, οι αντιλήψεις τους είναι εντελώς αντίθετες. ΦΡ ~ η ψυχή του ανθρώπου, μυστήριο. στο χείλος της αβύσσου, για επικείμενη καταστροφή. 2. (επιστ.) θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται σε βάθη από 2000 έως 6000 μέτρα περίπου. 3. το χάος, το άπειρο πριν από τη δημιουργία του κόσμου.

[λόγ.: 1: αρχ. ἄβυσσος ἡ (λαϊκό: ο άβυσσος, η άβυσσο)· 2: σημδ. γαλλ. abysse ή αγγλ. abyss (< αρχ. ἄβυσσος)· 3: ελνστ. σημ.]

Aειπάρθενος η [aipárθenos] Ο36 : προσωνυμία της Παναγίας που έμεινε για πάντα αγνή και παρθένος.

[λόγ. < αρχ. ἀειπάρθενος, ελνστ. για την Παναγία]

άκανθος η [ákanθos] Ο36 : (αρχιτ.) γλυπτή διακόσμηση του κορινθιακού κιονοκράνου· άκανθα: Ο κάλαθος του κιονοκράνου κοσμείται με φύλ λα ακάνθου.

[λόγ. < ελνστ. ἄκανθος ἡ, αρχ. ἄκανθος ὁ `αγκαθωτό φυτό που το μιμούνταν στο κιονόκρανο΄]

άκατος η [ákatos] Ο36 : η πιο μεγάλη από τις λέμβους πολεμικού κυρίως πλοίου, μηχανοκίνητη ή κωπήλατη παλαιότερα. ακάτιο το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄκατος ὁ, ἡ `μικρό πλεούμενο, πλοίο΄· λόγ. < αρχ. ἀκάτιον]

άλυσος η [álisos] Ο36 : (λόγ.) η αλυσίδα. || (μαθημ.) για σύνολα γραμμικά διαταγμένα.

[λόγ. συμφυρ. του αρχ. ἅλυσις ἡ & του λαϊκού άλυσος ο < αρχ. ἅλυσ(ις ἡ) μεγεθ. -ος]

άμπελος η [ámbelos] Ο36 : 1.(λόγ.) το αμπέλι. 2. (βοτ.) αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των αμπελοειδών, που καλλιεργείται για τον καρπό του, το σταφύλι, από το οποίο βγαίνει το κρασί· το κλήμα. 3. στη χριστιανική τέχνη, γλυπτή ή ζωγραφική παράσταση κλήματος.

[λόγ. < αρχ. ἄμπελος (στις σημ. 1, 2)]

άνοδος 1 η [ánoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεβαίνω, το ανέβασμα. ANT κάθοδος 1. 1. κίνηση, μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο μέρος: Xρησιμοποιείτε το ασανσέρ μόνο για την άνοδο. H ~ του αερόστατου στην ατμόσφαιρα. || ο χώρος (σκάλα, διάδρομος κτλ.) από τον οποίο μπορεί κανείς να ανέβει κάπου: H ~ από τη δεξιά πόρτα. || (για συγκοινωνιακά μέσα) η επιβίβαση: H ~ από την πίσω πόρτα. Θύρα ανόδου. Mόνον ~. 2. μετάβαση από τα παράλια προς το εσωτερικό μιας χώρας ή από τα νότια στα βόρεια: H ~ του πρωθυπουργού στη Bόρεια Ελλάδα. 3. μονόδρομος στον οποίο κινούνται αυτοκίνητα που κατευθύνονται είτε προς τα ψηλότερα τμήματα της πόλεως είτε από το κέντρο προς την περιφέρεια: H οδός (τάδε) είναι μόνο κάθοδος, ενώ η οδός (δείνα) είναι μόνο ~. 4. (μτφ.) ANT πτώση. α. κατάκτηση ισχυρότερης, ανώτερης θέσης, εξουσίας: H ~ ενός κόμματος στην εξουσία. H ~ κάποιου στο θρόνο. β. αύξηση σε κλίμακα: H ~ της εκλογικής μας δύναμης. H ~ της θερμοκρασίας / των τιμών. (έκφρ.) ~ του υδραργύρου*.

[λόγ. < αρχ. ἄνοδος (4α: σημδ. γαλλ. ascencion· 4β: σημδ. γαλλ. montée)]

άνοδος 2 η : ANT κάθοδος 2. 1. (φυσ.) ο θετικός πόλος πηγής ηλεκτρικού ρεύματος ή ηλεκτρολυτικής συσκευής και το αντίστοιχο ηλεκτρόδιο. 2. (ηλεκτρον.) το ηλεκτρόδιο στο οποίο συγκεντρώνονται τα ηλεκτρόνια σε μία λυχνία.

[λόγ. < άνοδος 1 σημδ. αγγλ. ή γαλλ. anode (στη νέα σημ.) < αρχ. ἄνοδος (δες άνοδος 1)]

απόστροφος η [apóstrofos] Ο36 & απόστροφος ο [apóstrofos] Ο20 : σημάδι του γραπτού λόγου (΄) που σημειώνεται στην έκθλιψη, στην αφαίρεση και στην αποκοπή, στη θέση του φωνήεντος που χάθηκε.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόστροφος ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ἀπόστροφος `στραμμένος προς την άλλη μεριά΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

άργιλος η [árjilos] Ο36 & άργιλος ο [árjilos] Ο19 : χώμα από μικρούς κόκκους, συνήθ. υπόλευκο ή κοκκινωπό, που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική: Kεραμική ~.

[λόγ. < αρχ. ἄργιλ(λ)ος ἡ· μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. -ος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες