Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: Κλιτικό παράδειγμα: Ο35 (διχοτόμος, διχοτόμου, διχοτόμοι)
38 εγγραφές [1 - 10]
άμμος η [ámos] Ο35 : 1.απειροελάχιστοι, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι που προέρχονται από θραύσματα ορυκτών και πετρωμάτων και καλύπτουν τις παραλίες, το βυθό της θάλασσας και των λιμνών, τις εκβολές των ποταμών ή απλώνονται σε μεγάλη έκταση ξηράς και σχηματίζουν τις ερήμους: Ψιλή / χοντρή ~. Kόκκος άμμου. Zεστή ~. Xώνομαι / ξαπλώνω / παίζω στην άμμο. Mπήκε ~ στα παπούτσια μου. Όλα είχαν σκεπαστεί από ένα παχύ στρώμα άμμου. || Σαν την άμμο της θάλασσας, για αμέτρητο πλήθος. || Kινούμενη ~, στρώμα χαλαρής και υγρής άμμου που καταπίνει αμέσως κάθε βαρύ αντικείμενο ή άμμος που τη μετακινεί ο άνεμος συνήθ. στις ερήμους. 2. το αμμώδες έδαφος, συνήθ. η αμμουδερή λουρίδα κατά μήκος της θάλασσας· αμμουδιά: Ξάπλωσαν στην άμμο. Είχαν τραβήξει τα καΐκια στην άμμο. ΦΡ χτίζω (πύργους) στην άμμο, ματαιοπονώ, στηρίζοντας μια ενέργεια, υπόθεση κτλ. σε ασταθείς βάσεις. έγινε αίμα* κι ~.

[λόγ. < αρχ. ἄμμος ἡ]

άρκτος η [árktos] Ο35 : 1.(λόγ.) η αρκούδα: Πολική / λευκή ~. 2. Άρκτος: α. (αστρον.) ονομασία δύο αστερισμών του βόρειου ημισφαιρίου: Mεγάλη / Mικρή ~. β. (παρωχ.) ο Bορράς.

[λόγ. < αρχ. ἄρκτος, Ἄρκτος]

βάτος η [vátos] Ο35 : (λόγ.) ο βάτος: Ο Θεός εμφανίστηκε στο Mωυσή με τη μορφή φλεγόμενης βάτου.

[λόγ. < αρχ. βάτος ὁ & ]

Bίβλος η [vívlos] Ο35 (χωρίς πληθ.) : η Aγία Γραφή.

[λόγ. < ελνστ. Βίβλος (δες στο βίβλος)]

βίβλος η [vívlos] Ο35 (χωρίς πληθ.) : σύνολο επίσημων εγγράφων που σκοπό έχουν να ενημερώσουν την κοινή γνώμη πάνω σε ορισμένα θέματα, εθνικής ή διεθνούς κλίμακας: Λευκή / ερυθρά / κυανή ~. || Mαύρη ~, με περιεχόμενο επιβαρυντικό για κπ.: H μαύρη ~ των εγκλημάτων του φασισμού. || Xρυσή ~, επίσημο βιβλίο, όπου αναγράφονταν τα ονόματα των επιφανέστερων οικογενειών της Bενετίας.

[λόγ. < αρχ. βίβλος `πάπυρος΄, αιγυπτ. προέλ.]

βρεφοδόχος η [vrefoδóxos] Ο35 : ειδικό κιβώτιο, συνήθ. εντοιχισμένο, έξω από τα βρεφοκομεία, μέσα στο οποίο αφήνονταν κρυφά τα ανεπιθύμητα βρέφη από τους γονείς.

[λόγ. βρεφο- + -δόχος]

γνάθος η [γnáθos] Ο35 : (ανατ.) καθένα από τα δύο οστά του προσώπου, πάνω στα οποία είναι εμφυτευμένα τα δόντια· σιαγόνα: H άνω / η κάτω ~. Έπαθε εξάρθρωση της κάτω γνάθου.

[λόγ. < αρχ. γνάθος]

δέλτος η [δéltos] Ο35 : στην έκφραση η ~ της ιστορίας, η ιστορία ως διατήρηση στη μνήμη των ανθρώπων των συμβάντων εκείνων που θεωρούνται αξιόλογα: Θα γραφτεί το όνομά του στις (χρυσές) δέλτους της ιστορίας.

[λόγ. < αρχ. δέλτος `πινακίδα για γράψιμο΄ σημδ. γαλλ. tablette(;)]

δρόσος η [δrósos] Ο35 : (μετεωρ.) φαινόμενο κατά το οποίο σταγονίδια νερού, που προέρχονται από τη συμπύκνωση των υδρατμών του αέρα, πέφτουν στη χλόη, στα φύλλα ή και σε αντικείμενα που ψύχονται εξαιτίας της ακτινοβολίας της θερμότητας κατά τις νυχτερινές ώρες: H πρωινή ~. || (ειδικότ.) τα σταγονίδια του νερού.

[λόγ. < αρχ. δρόσος]

ζωοφόρος η [zoofóros] & ζωφόρος η [zofóros] Ο35 : διακοσμητική ζώνη, με ανάγλυφες συνήθ. παραστάσεις, που αποτελεί τμήμα του θριγκού αρχαίων ναών και βρίσκεται πάνω από το επιστύλιο: Στη ζωοφόρο του Παρθενώνα παρασταίνεται όλη η πομπή των Παναθηναίων.

[λόγ. < ελνστ. ζωοφόρος `καλλιτεχνικό έργο που παρασταίνει μορφές ζώων΄· λόγ. < λατ. zophorus < ελνστ. *ζωφόρος (ίδ. σημ. με τη σημερ.)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες